10/12/14

Ρίντλεϊ Σκοτ

Από την Ομάδα του Nostromo


Αύριο βγαίνει στις κινηματογραφικές αίθουσες το τρισδιάστατο "Exodus: Gods and Kings" του Ρίντλεϊ Σκοτ και εμείς αφιερώνουμε λίγες αράδες σε ένα κομμάτι της μακράς φιλμογραφίας του που είναι γεμάτη από χαρακτηριστικά μεγάλες (Alien, Blade Runner), αλλά και επουσιώδεις (A Good Year) ή απαράδεκτες (Black Hawk Down) στιγμές.
Ο εβδομηνταεπτάχρονος Σκοτ δε συγκαταλέγεται στην κάστα των auteurs (όπως ο Φελίνι, ο Τρίερ, ο Φίντσερ και ο Νόλαν που προηγήθηκαν αφιερωματικά), αφού το συνολικό έργο του δε διέπεται από σταθερές θεματικές ούτε χαρακτηρίζεται από υφολογική συνεκτικότητα και συνοχή, αλλά είναι ένας κατασκευαστικός στυλίστας ικανός για τα πάντα, για το θαύμα και την ασημαντότητα.
Ι.Μ.Λ.


The Duellists (Οι Μονομάχοι, 1977)


Το πρώτο πράγμα που προσδοκά ένας αχόρταγος μονομάχος είναι η μονομαχία. Στη συνέχεια έρχεται η κατάκτηση του επιθυμητού στόχου και τελικά η προσωπική ικανοποίηση.
Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Ridley Scott τοποθετείται στην Ναπολεόντεια περίοδο της Ευρώπης,  όπου δύο αξιωματικοί του γαλλικού στρατού ξεκινάνε μια προσωπική και ανούσια αναμέτρηση μεταξύ τους. Ο ένας είναι λογικός και σκεπτικιστής, ενώ ο άλλος λαχταρά τη μάχη και το αίμα. Και οι δυο τους όμως πέφτουν θύματα του εγωισμού που διέπει τη διατήρηση της αντρικής τιμής και του σεβασμού, μέσα σε ένα τοπίο παγκόσμιας αβεβαιότητας και αναταραχής. Όσο ο χάρτης της Ευρώπης αλλάζει, η αντιπαλότητα και ο παραλογισμός παραμένουν οι σταθερές που τρέφουν την αψιμαχία των δύο αντρών, με τα ξίφη και το μίσος να υπερτερούν απέναντι στη λογική και το συμβιβασμό. Ο σκηνοθέτης καταφέρνει με τα λίγα μέσα που διαθέτει να κατασκευάσει μια υπέροχα κινηματογραφημένη μεταφορά της ιστορίας του Τζόζεφ Κόνραντ, η οποία αφιερώνεται στη βαρβαρότητα ενός προσωπικού σκοπού καμουφλαρισμένου με το μανδύα της ηθικής, που ως αμυδρή αντανάκλαση της Ευρώπης μοιάζει να χαρακτηρίζει τις περισσότερες περιοχές του πολιτισμένου κόσμου.
Χρήστος Ζαφειριάδης


Alien (Ο Επιβάτης του Διαστήματος, 1979)


Ο Σκοτ ανέκαθεν υπήρξε ένας πολιτικά ανερμάτιστος εστέτ, που θα γύριζε οτιδήποτε αδιαφορώντας για τις προεκτάσεις του. Για την ακρίβεια είναι ίσως ο μοναδικός τόσο ηχηρά απολιτικός στυλίστας των χρόνων μας, κάποιος που έχει στην φιλμογραφία του το Blade Runner και τον Μονομάχο, παρέα μ’ ένα πολιτικό βδέλυγμα όπως το Black Hawk Down.
Το Alien είναι παιδί των μεταβιετναμικών χρόνων του αμερικάνικου σινεμά, μια τέλεια φοβική σπουδή πάνω στο Ξένο, ένα έργο ριζωμένο αισθητικά στα ‘70ς αντάμα μ’ ένα στυλιζάρισμα κινηματογραφικού φουτουρισμού που ακόμα καλά κρατεί. Φοβερά επιδραστικό λοιπόν, αλλά πάνω απ’ όλα μαγνητικά γυρισμένο, με μια πρωτοφανή σχεδόν αντίληψη του (έξοχα) κατασκευασμένου χώρου, με κεντρική αισθητική επιλογή «απουσίας» του Τέρατος δανεισμένη από το horror σινεμά περιωπής, κλειστοφοβικό κι ορθάνοιχτο σε ερμηνείες – ως επί το πλείστον «αντιδραστικές» – το Alien θα είναι πάντα η σκοτεινή πλευρά του Πολέμου των Άστρων, μια τοσηδά και πελώρια υπαρξιακή στιγμή του συμπαντικού μηδέν που μας περιβάλλει απεικονισμένη στο blockbusting σινεμά.
Ηλίας Δημόπουλος


Blade Runner (1982)


Είτε εξεγερμένοι δούλοι είτε έκπτωτα δήθεν αφεντικά αυτού του κόσμου, διακατεχόμαστε αμφότεροι από φόβο λόγω της φθοράς και του θανάτου, που στέκουν μόνες βεβαιότητες στο ευμετάβλητο της ύπαρξής μας.
Κι όταν έρχεται η ώρα που το συνειδητοποιούμε, ανεξαρτήτως της ευφυίας που μας δόθηκε προίκα ή της ανθρωπινότητας που έχουμε αναπτύξει, ψάχνουμε έναν ανώτερο σκοπό για να αντέξουμε (σκόπιμα να ξεγελαστούμε για να ξεχαστούμε) το βάρος του αναπόφευκτου, που θα μας κάνει να χαθούμε στο τίποτα, σα δάκρυα στη βροχή.
Άλλος κινά να αντιμετωπίσει με απροσμέτρητο θράσος το δημιουργό του και να τον καθαιρέσει (αφού πρώτα του δώσει το φιλί του Ιούδα), άλλος ερωτεύεται επειδή το χρειάζεται, και για να εξαγνιστεί. Και στις δύο περιπτώσεις, προσπαθούμε μάταια να κερδίσουμε μιαν αιωνιότητα που δεν πρόκειται να μας χαριστεί.
Μυθολογικό και θεολογικό (όσο και σκηνογραφικό), μεταμοντέρνα μελλοντολογικό, μεγαλούργημα του Σκοτ που στοίχειωσε κάθε δυστοπική ιστορία που ακολούθησε.
Ιωάννης ‘Moody’ Λαζάρου


Thelma & Louise (1991)


Στην εποχή του, ο μέχρι τότε δημιουργός φουτουριστικών και εξπρεσιονιστικών high-tech εφιαλτών τύπου Blade Runner και Alien, φάνταζε ο πλέον ακατάλληλος να το σκηνοθετήσει. Κι όμως, κατόρθωσε να φτάσει στα βάθη του story, αναδεικνύοντας τις μυθικές του διαστάσεις. Σαγηνευτική κινηματογράφηση των λεωφόρων, ένα λυτρωτικό αίσθημα ελευθερίας και στιγμές «μη διαλόγου» ανάμεσα στις δύο πρωταγωνίστριες που αποπνέουν μια σχεδόν αυτοσχεδιαστική αίσθηση.
Αφηγηματικά, ως υπαρξιακή σπουδή, σε υποχρεώνει να επανεξετάσεις όλους τους αμερικάνικους μύθους και τις ιδεολογίες στις οποίες στηρίχθηκαν.  Ανασυνθέτει δύο καθαρά ανδροκρατούμενα είδη: το road movie και το outlaw buddy Western, πηγαίνοντας ακόμα παραπέρα. Η φαινομενικά αθώα απόδραση των δύο θηλυκών, εκπροσώπων της εργατικής τάξης, μετατρέπεται σε σκοτεινό εφιάλτη κι από ‘κει σε οριστική ρήξη με το συμβιβασμό. Το «Lets not get caught» και η πτήση πάνω απ’ το Γκραντ Κάνυον, είναι η άρνησή τους να υποκύψουν (για πολλοστή φορά) στους «άνδρες με τα όπλα», αυτούς που τις ταλαιπωρούσαν μια ζωή. 
Δεν πρόκειται για φεμινιστικό ύμνο, παρά για ένα ταξίδι αυτογνωσίας με όχημα την παρόρμηση. Στο τέλος, πάντα μετράει τι κερδίζεις κι όχι με ποιο κόστος.
Παναγιώτης Μπούγιας


Gladiator (Μονομάχος, 2000)


Η τρίτη στη σειρά καλύτερη ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ (αμέσως μετά τα αριστουργηματικά Alien και Blade Runner), δεν αποτελεί μόνο ένα από τα ωραιότερα δείγματα του είδους της επικής περιπέτειας εποχής αλλά μια φοβερά σκηνοθετημένη ιστορία εκδίκησης που με φόντο τη Ρωμαϊκη αυτοκρατορία, αποκαλύπτεται μελαγχολική, λυρική και ρομαντικά πεσιμιστική όσο λίγα χολιγουντιανά θεάματα τέτοιων διαστάσεων. Εδώ ο Σκοτ πραγματοποιεί υπόγεια ό,τι έκανε και στο Blade Runner. Όπως εκεί τα φουτουριστικά σκηνικά, η cyber-punk αισθητική και τα ανδροειδή λειτουργούσαν σαν επικάλυψη μιας τεταμένης υπαρξιακής αλληγορίας για την θνητότητα, έτσι και στον "Μονομάχο", οι πανοπλίες, οι χλαμύδες και τα σπαθιά, απλώς μεταμφιέζουν ένα χαμηλότονο ποίημα, σαιξπηρικού, φιλοσοφικού προβληματισμού πάνω στον τρόπο της εξουσίας να εφορμά ως τα μύχια του προσωπικού μας χώρου και να μας ληστεύει απ' όσα διαθέτουμε για να αντέχουμε. Στολισμένο από τρεις σπουδαίες ερμηνείες (πέρα από τους ανατριχιαστικούς Ράσσελ Κρόου και Χοακίν Φοίνιξ, ο μεγάλος εκλιπών Ρίτσαρντ Χάρις προσθέτει συναισθηματικό βάρος σε κάθε σκηνή όπου εμφανίζεται), εντυπωσιακό στη δράση και βαθιά συγκινητικό στις ανθρώπινες στιγμές του, αυτό είναι φιλμ για το οποίο, κάθε δημιουργός θα αισθανόταν, δικαίως, περήφανος.
Γιάννης Σμοΐλης


Hannibal (2001)


Ιδιαίτερα, αλλά όχι ανεξήγητα, παρεξηγημένο σίκουελ της Σιωπής των Αμνών, με τον Ρίντλεϊ Σκοτ να κάνει διάνα στο συνδυαμό μιας bon viveur κατάμαυρης κομεντί με την υπερστυλιζαρισμένη horror ιστορία έρωτα. Αυτοί που ήθελαν να δουν μια συνέχεια της άκρατης ψυχαναλυτικότητας σε φόντο υπαρξιακού χάους της πρώτης ταινίας πήραν αντ΄αυτού μια οπερατική συνάντηση τεράτων, με όργια σκηνικού μεγαλείου, Φλωρεντιανής γοητείας, incorrect γκουρμέ προσθηκών και, κατά βάθος, μιας σατιρικής αυτή τη φορά, προσέγγισης του απέραντου Σκοτεινού του ανθρώπινου χαρακτήρα.
Ta ta.
Ηλίας Δημόπουλος


Matchstick Men (Επαγγελματίες Απατεώνες, 2003)


Χαμηλώνοντας του τόνους (και τους στόχους), με το Matchstick Men ο Ρίντλεϋ Σκοτ θα πλάσει κάτι, που φέρει ψυχαγωγικές και συγκινησιακές αρετές απούσες από ουκ ολίγα μεγαλεπήβολα εγχειρήματα του.
Περισσότερο από μια ταινία απάτης σαν εκείνες που σκαρώνει ο Μάμετ, όταν καθίσει στην καρέκλα του σκηνοθέτη, το Matchstick Men είναι μια ταινία για έναν άνθρωπο που έχει την ανάγκη να πιστέψει στην «απάτη». Τον υποδύεται ο Νίκολας Κέιτζ, επιστρατεύοντας μια σειρά από ανακυκλούμενα τικ, τα οποία προοδευτικά υποχωρούν, καθώς αυτός βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στην σαγήνη της «απάτης». Και η αλήθεια, μοιραία, θα αποκαλυφθεί, μα τα τικ και οι φοβίες δεν θα επανέλθουν.  Γιατί η «απάτη» μπορεί να έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Ίσως τις περισσότερες φορές να μην είναι εκείνο που θέλεις, είναι όμως εκείνο που χρειάζεσαι, για να συνεχίσεις τον δρόμο σου.
Γιάννης Βασιλείου


American Gangster (2007)


Ο Ρίντλεϊ Σκοτ, όπως είναι γνωστό, έχει πειραματιστεί με διάφορα κινηματογραφικά είδη. Άλλοτε με εξαιρετικά, άλλοτε με μέτρια και άλλοτε με κάτω του μετρίου αποτελέσματα. Στην περίπτωση του American Gangster έχουμε να κάνουμε, ευτυχώς, με την πρώτη περίπτωση και το είδος -όπως προδιαθέτει και ο τίτλος- είναι το γκανγκστερικό δράμα. Μέσα στα 157 λεπτά που διαρκεί, αυτό εδώ δεν είναι απλά ένα μετα-σκορσεζικό έπος, εμμονικής λεπτολογίας στην έκθεση τρόπων ανέλιξης στα υψηλά κλιμάκια του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά κι ένα εκπληκτικά ευκρινές ντοκουμέντο των ταραγμένων Αμερικανικών 70's, σε ό,τι το αμοραλιστικά συναρπαστικό διέθεταν. Στιλπνή κινηματογράφηση που φέρνει στο νου τις καλύτερες στιγμές ενός Μαν, ενός πρώιμου Φρίντκιν (ο Άνθρωπος από τη Γαλλία) κι ενός εμβληματικού για το genre Ντε Πάλμα (ο Σημαδεμένος), απαράμιλλη υποκριτική δεινότητα (όλο το κάστ κάνει σπουδαία δουλειά αλλά η ταινία ανήκει -φυσικά- στον Ντένζελ Γουάσινγκτον), εντυπωσιακή καλλιτεχνική διεύθυνση που ήταν και υποψήφια για Όσκαρ, άψογος ρυθμός κι ένα τρομερά funky soundtrack, κάνουν τo American Gangster, το δεύτερο πληρέστερο φιλμ του Σκοτ στα 00's (μετά το Μονομάχο, με γούρι του τον Ράσελ Κρόου).
Γιάννης Σμοΐλης


Body of Lies (Η Πλεκτάνη, 2008)


Χωρίς να είναι ολοκληρωτικά αφιερωμένη σε κάποια δικαιολογημένη ή αδικαιολόγητη μάχη μεταξύ hi-tech δυτικών και φανατικών ισλαμιστών (όπου αμφότεροι δαγκώνουν σαν λυσσασμένα σκυλιά του πολέμου) και χωρίς να διαθέτει κάποια σπουδαία Πλεκτάνη, η ταινία του Ridley Scott μοιάζει με ένα ελαφρώς πολιτικό, επιφανειακά τρομοκρατικό και κυρίως κατασκοπευτικό θρίλερ που όμως αιμορραγεί. Αιμορραγεί γιατί το σενάριο πέφτει θύμα των απιθανοτήτων της ιστορίας του, ενώ η σκηνοθεσία δεν παρέχει τα απαραίτητα ώστε να δημιουργηθεί μια ταινία που θα θυμάσαι και θα την σκέφτεσαι μετά την προβολή της. Αν ο Scott αφιέρωνε περισσότερο και ποιοτικότερο χρόνο στον κεντρικό χαρακτήρα, θα μιλούσαμε για το πορτραίτο ενός πράκτορα που ξεκινάει από τα κεντρικά της CIA,  ταξιδεύει στη Μέση Ανατολή, για να καταλήξει τελικά και ο ίδιος θύμα ενός πολέμου που δεν μπόρεσε να κατανοήσει πλήρως. Τότε θα μιλούσαμε για τους ανθρώπους που δεν επιθυμούν ένα ακόμα λεπτό ανώνυμης σιγής αλλά ένα οριστικό φινάλε στις εχθροπραξίες, αντ’ αυτού όμως μιλάμε για τη κούφια εμπιστοσύνη των ανθρώπων που έτσι κ αλλιώς, δεν θα γνωρίσουμε ποτέ. Δεν φτάνει αυτό.
Χρήστος Ζαφειριάδης


Prometheus (2012)



Χρειάζεται χρόνο, ψυχραιμία και καθαρό μυαλό για να μπορέσει κάποιος να αποκωδικοποιήσει τον Προμηθέα. Μια ταινία που διαχειρίζεται το franchise του Alien, επιχειρώντας να το πάει ένα βήμα παραπέρα, την ίδια  στιγμή που προσπαθεί να σταθεί από μόνη της όρθια. Η ουσία πάντως είναι ότι όσα είναι τα πλεονεκτήματα της ταινίας (και είναι αρκετά), άλλα τόσα είναι και τα μειονεκτήματά της. Μειονεκτήματα που βρίσκονται κυρίως στην επιδερμική διαχείριση ενός έτσι κι αλλιώς μέτριου σεναρίου, από έναν σκηνοθέτη που εδώ μάλλον αποδεικνύεται μικρότερος της ιστορίας που θέλει να αφηγηθεί. Όχι γιατί δεν είναι ικανός να στήσει μια καλή ταινία επιστημονικής φαντασίας (αυτό το κάνει σχετικά εύκολα και καλύτερα από πολλούς συναδέλφους του), αλλά γιατί αδυνατεί να φιλοσοφήσει όπως πιστεύει ότι μπορεί, θέτοντας τα υπαρξιακής φύσεως ερωτήματα της ανθρωπότητας. Η γοητεία βέβαια παραμένει διαθέσιμη για εκείνους που επιλέγουν να πιστέψουν, όπως και η απογοήτευση για εκείνους που επιθυμούσαν μια κινηματογραφική αντανάκλαση του ψυχικού στοχασμού που αναδίδουν οι υπέροχοι πίνακες του Giger.
Χρήστος Ζαφειριάδης


The Counselor (Ο Συνήγορος, 2013)


Κυνικό και κρυπτικό, παροξυσμικό μα ελλειπτικό, το The Counselor είναι πάνω από όλα ένα βαθύτατα πολιτικό φιλμ. Χωρίς καμία κλιμάκωση, αγνοεί επιδεικτικά τις καθιερωμένες νόρμες στο χτίσιμο ρυθμού και χαρακτήρων, βυθίζεται σε μακροσκελή διαλογικά μέρη αφήνοντας εκτός κάδρου βασικά σημεία της πλοκής και κατορθώνει μέσα από κλασικά σχήματα να επιτρέψει σε έναν ολότελα φρέσκο αέρα να εισέλθει στην κορεσμένη χολιγουντιανή βιομηχανία. Όλα τα παραπάνω θα μπορούσαν κάλλιστα να συνοψιστούν ως μία σοφή επιλογή υποταγής του Ridley Scott στην ιδιότυπη ματιά του (σεναριογράφου εδώ) Cormac McCarthy. Τα πολιτικά βέλη του φιλμ, καίρια και φαρμακερά, κατοικούν στην καρδιά της συμβολιστικής του: η αναφορά στα snuff movies ως μεταφορά της συνενοχής του θεατή, η σεξουαλική περίπτυξη με μια Ferrari ως μια από τις πλέον γλαφυρές σκηνές ξεμπροστιάσματος μιας κοινωνίας υποδουλωμένης στο φετιχισμό του εμπορεύματος, η αδίστακτη Malkina (εξαιρετική η Diaz) ως συμπύκνωση του κυνισμού της σαρκοβόρας, νεόπλουτης αριστοκρατίας. Εντελώς πρωτοποριακά, ο Scott -σε ένα από τα πλέον υποτιμημένα σκηνοθετικά του επιτεύγματα- θα επιτρέψει στα σύμβολα να ανατρέψουν τις κλισέ χαρακτηρολογίες, αφήνοντας μια διεισδυτική αίσθηση του "κακού" να πλανάται στην ατμόσφαιρα.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου