Από τον Τάσο Μελεμενίδη
Σκηνοθεσία: Μανοέλ Ντε Ολιβέιρα
Πρωταγωνιστούν: Αμερίκο Μποτέλιο, Φελισιάνο Νταβίντ.
71 λεπτά, 1.37:1
Ο Μανοέλ
ντε Ολιβέιρα κλείνοντας αισίως, σήμερα, τα 105 χρόνια ζωής, διατηρεί μια ξεχωριστή θέση
στην ιστορία του σινεμά για το γεγονός ότι έκανε την πρώτη του ταινία βωβή
(γιατί δεν υπήρχε άλλος τρόπος στην Πορτογαλία του 1931) και τις πιο πρόσφατές
του με ψηφιακή κάμερα, βλέποντας με τα χρόνια να περνούν οι μεγαλύτερες και πιο
ουσιαστικές αλλαγές στην ιστορία του μέσου. Δεν υπάρχει άλλος σκηνοθέτης στον
κόσμο που ενώνει αυτές τις 2 μακρινές εποχές, ενώ αξιοσημείωτο ακόμη είναι πως
το μεγαλύτερο μέρος της φιλμογραφίας του λαμβάνει χώρα μετά τα 70 του και
συμπίπτει με το τέλος της δικτατορίας του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, καθώς δεν
μπήκε ποτέ στους συμπαθούντες του καθεστώτος με αποτέλεσμα τις συχνές αρνήσεις
σε χρηματοδότηση ταινιών του.
Το 1931 ο
Ολιβέιρα, μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να φτιάξει ένα φιλμ για τον Πρώτο
Παγκόσμιο Πόλεμο, έκανε το βωβό Douro, Faina Fluvial,
έναν 20λεπτο φόρο τιμής στο Πόρτο (τη γενέτειρά του) και συνέχισε με μικρού
μήκους ταινίες μέχρι το 1942, τη χρονιά του Aniki Bóbó - ο τίτλος
προέρχεται από παιδικό λάχνισμα, κάτι αντίστοιχο του δικού μας α μπε μπα μπλομ.
Η τοποθεσία είναι ίδια (το Πόρτο) και το θέμα περιστρέφεται γύρω από τις
περιπέτειες μιας παρέας παιδιών, οι οποίες γυρίζονται μέσα στους δρόμους της
πορτογαλικής πόλης με ως επί το πλείστον ερασιτέχνες ηθοποιούς. Το
εγχείρημα μοιάζει πολύ με τα μεταγενέστερα έργα του νεορεαλισμού στην Ιταλία,
με τη βασική διαφορά πως εκεί το χρονικό σημείο έχει σημασία (η Ιταλία
βρίσκεται στο σημείο μηδέν) ενώ το φιλμ του Ολιβέιρα ασχολείται με τον θαυμαστό
κόσμο των παιδιών ανεξαρτήτως χρόνου – άλλωστε η Πορτογαλία ήταν από τις
ελάχιστες χώρες της Ευρώπης που δεν συμμετείχαν στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Ολιβέιρα
προσεγγίζει τους μικρούς του ήρωες με συμπάθεια, ακόμη και αν μαλώνουν μεταξύ
τους, λένε ψέματα ή κλέβουν, αποδίδοντας τις πράξεις τους στην επιπολαιότητα
της ηλικίας, και στον κατάλληλο χρόνο διορθώνονται. Σε αυτόν τον κόσμο οι
μεγαλύτεροι μοιάζουν περισσότερο με καρικατούρες και, εκτός ενός καταστηματάρχη
που διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ιστορία, όλοι οι υπόλοιποι αντιμετωπίζονται
κοροϊδευτικά. Πάντως, αν και η μετάνοια ή οι τύψεις των παιδιών που παρουσιάζονται
με ωραία οπτικά τεχνάσματα οδηγούν σε ένα όμορφο φινάλε, η παρουσίαση των
σκανδαλιών τους δεν πολυάρεσε στο κοινό της ταινίας, με αποτέλεσμα να μην
σημειώσει ιδιαίτερη επιτυχία τότε. Πολύ αργότερα και ως σήμερα, στα χρόνια της
καταξίωσης του σκηνοθέτη, παρουσιάζεται πάντα στις ρετροσπεκτίβες που γίνονται
προς τιμήν του, και θεωρείται ως μια από τις καλύτερες δουλείες του, για
κάποιους ίσως και η καλύτερη – αν και δεν ξέρω πόσο ευγενικό είναι να πεις σε
κάποιον πως έκανε το καλύτερο φιλμ του πριν 71 χρόνια, έχοντας κάνει άλλα
πενήντα περίπου μετά από αυτό.


Χαίρομαι πολύ για αυτήν την ανάρτηση γιατί πρόκειται για ένα σχετικά άγνωστο διαμαντάκι που πιστεύω ότι αξίζει την προσοχή όλων μας, Ίσως είναι από τις πρώτες ταινίες που ασχοληθήκαν τόσο σοβαρά με το ευαίσθητο θέμα της ανήλικης εγκληματικότητας. Τρομερή εντύπωση μου είχε προκαλέσει η σχεδόν παντελής απουσία των γονέων, όπου όποτε αυτοί εμφανιζόντουσαν έπαιζαν απλά διακοσμητικό ρόλο – ίσα ίσα για να μας θυμίσουν ότι έχουν κι αυτά γονείς. Πραγματικά σοκαριστικό αν το σκεφτεί κανείς. Αρκετά τολμηρή και σκληρή για την εποχή της αν και στο τέλος κάπως συμβιβάζεται, ωστόσο αυτό λίγη σημασία έχει. Βέβαια λίγα χρόνια αργότερα θα έρθει ο μεγάλος Μπουνιέλ για να μας παρουσιάσει την δική του εκδοχή για την ανήλικη εγκληματικότητα, με το κατάμαυρο και πεσιμιστικότατο αριστούργημά του “ Los olvidados”.
ΑπάντησηΔιαγραφή4,5/5: Εξαιρετική