9/9/14

Από το Χαρτί στο Σελιλόιντ: Kiss of the Spider Woman

Από την Ελένη Τσατσαρώνη



Αν υπάρχει κάποιο λογοτεχνικό έργο που θα αξίωνε – δικαιωματικά –  να χαρακτηριστεί ως η απόλυτη σινεφίλ αναφορά, αυτό δεν είναι άλλο από το Φιλί της Γυναίκας Αράχνης του Μανουέλ Πουίγκ. Ο αυτοεξόριστος Αργεντινός συγγραφέας έγραψε το βιβλίο το 1976. Απαγορευμένο έως το 1983 στη χώρα του, το κείμενο  – αρκετά διαφοροποιημένο ως προς τη δομή – βρίσκει το δρόμο του (όχι εύκολα) προς τη μεγάλη οθόνη, σε μια ανεξάρτητη αμερικανοβραζιλιάνικη συμπαραγωγή με σκηνοθέτη τον επίσης Αργεντινό Έκτορ Μπαμπένκο, το 1985.

Δύο φυλακισμένοι, σε κάποιο μη προσδιορισμένο επακριβώς τόπο της Λατινικής Αμερικής μοιράζονται το ίδιο κελί, και από εκεί, επιχειρούν να αποδράσουν μέσα από έναν  μοναδικά ιδιότυπο (αλλά όχι μοναδικό) τρόπο, που επινοεί ο ένας από τους δύο… το δρόμο του σινεμά. Ο Βαλεντίν, πολιτικός κρατούμενος, άθεος, με παρελθόν στo αντιστασιακό κίνημα που καταφέρεται ενάντια στην ασύδοτη διακυβέρνηση μιας σκοτεινή αρχής, και ο Μολίνα, πολίτης μιας χώρας που φυλακίζει τις «αδερφές», ευαίσθητος, εξαρτημένος από τη μητέρα, με ανεκπλήρωτο απωθημένο τους «πραγματικούς» άντρες και ιδιαίτερη αδυναμία τους «επικίνδυνα» νεαρούς εραστές, συναντιούνται, συγκρούονται, συνυπάρχουν, και εντέλει συμπλέουν, κάτω από ένα κινηματογραφικό πανί, νοητά απλωμένο στους περιορισμένους τοίχους ενός κελιού.


«Η πραγματικότητα, η δική μου πραγματικότητα δεν είναι μόνο τούτο το κελί».

Ο Μολίνα, συνεπαρμένος από το σινεμά του μεσοπολέμου, με τα στυλιζαρισμένα κάδρα και τις υπέρλαμπρες ντίβες να περιφέρονται στα πλάνα νωχελικά, αναπαριστά με κάθε λεπτομέρεια τις αγαπημένες του ταινίες και διαφεύγει σε ένα κόσμο με μοιραίες γυναίκες (εξ ου και η γυναίκα-αράχνη), μοιραίους έρωτες, σκληρούς μεγιστάνες, πολυτελή καμπαρέ, κόντρα σε μια πραγματικότητα που τον κυκλώνει αποπνιχτικά. Μαζί του συμπαρασύρει και τον πραγματιστή, κυνικό, συγκρατούμενό  του  «συνήθισα βλέπεις να ακούω τη νύχτα  ταινίες- νανουρίσματα», όταν δεν καταλαμβάνεται από το παραλήρημα  της στέρησης και των βασανισμών (κομμάτια που ο συγγραφέας παραθέτει χωρίς καμία προφανή λογική σύνδεση, σαφέστατη παραπομπή στην τεχνική της «συνειδησιακής ροής», συγγραφικό δημιούργημα επίσης της μεσοπολεμικής εποχής). Το διυλίζον συστατικό του βιβλίου ωστόσο,  είναι ...η ανταλλαγή.

Η ανταλλαγή ρόλων των δύο ηρώων που προβάλλεται στη μεταξύ τους σχέση, «…σα να μην ήμουν πια εγώ. Λες και είχα γίνει πια …..εσύ», και επεκτείνεται στην ιστορία προδοσίας που εξυφαίνεται παράλληλα και διεγερτικά. Και σαν από παρέμβαση του πεπρωμένου, το μοιραίο μοτίβο της ανταλλαγής που ακολουθεί το βιβλίο, μεταφέρεται και στα κινηματογραφικά πλατό, όταν οι δύο ηθοποιοί αποφασίζουν μόνοι τους, από την πρώτη στιγμή των γυρισμάτων  να ανταλλάξουν ρόλους, κόντρα  στην αρχική διανομή. Επιλογή που με το χρόνο δικαιώθηκε, αφού ο σπαρακτικά καθηλωτικός Γουίλιαμ Χαρτ ως Μολίνα πήγε σπίτι του με το Όσκαρ και ο Ραούλ Τζούλια ως Βαλεντίν ήταν εξαιρετικός.


Ο Μπαμπένκο αξιοποιεί  αφενός μια αφηγηματική τεχνική που θυμίζει θεατρικό αναλόγιο, αφετέρου όμως, ξεπερνά το θεατρικό σκηνικό που προτάσσει ο συγγραφέας, και δημιουργεί ένα ατμοσφαιρικό λυρικό δράμα και μια μελαγχολική κινηματογραφική ματιά που αντικρίζει με ειλικρινές συναίσθημα την αγάπη, τη φιλία, την ευαισθησία και την  ανωτερότητα που τροφοδοτεί τη θυσία για τον συνάνθρωπο.

Και μιλώντας για ανταλλαγή, αυτό δεν είναι το σινεμά; Η προσωπική μας ανταλλαγή- συναλλαγή με το χρόνο,  που μας αποκόβει  - ίσως όχι τόσο μοιραία ή καταλυτικά -  από έναν αφόρητο  κόσμο έστω και προσωρινά;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου