7/10/14

Από το Χαρτί στο Σελιλόιντ: Η Ωραία της Ημέρας

Από την Ελένη Τσατσαρώνη




Όταν ο Ζοζέφ Κεσέλ δημοσίευσε σε συνέχειες την Ωραία της ημέρας στο Gringoire ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, συνθήκη που συνεχίστηκε και αφού το μυθιστόρημα ολοκληρώθηκε και έφτασε στις προθήκες των βιβλιοπωλείων. Από το 1928 που εκδόθηκε, έως και το 1967 που αναγνωρίστηκε διεθνώς λόγω της μεταφοράς του στο σινεμά από τον Λουίς Μπουνιουέλ – πιθανότατα δε, ακόμη περισσότερο στην μετά την ταινία, εποχή – είναι αμφίβολο αν το έργο πέρασε στο ευρύ κοινό σαν ένα δημιούργημα που απώτερο σκοπό έχει, να αναδείξει την απέραντη, αληθινή και τρυφερή αγάπη. Και ενώ κατηγορήθηκε σφοδρά ως πορνογραφικό και σαδομαζοχιστικό, ο συγγραφέας δυσκολεύεται να δεχθεί «ότι θα μπορούσε κάποιος να παρερμηνεύσει το σκοπό του δημιουργού» μιας και «είναι αδύνατον να αποκαλύψεις το δράμα της ψυχής και της σάρκας, χωρίς να μιλήσεις ελεύθερα και για τα δύο».


Η νιόπαντρη, συντηρητική μεγαλοαστή, Σεβερίν Σεριζύ έχει την ιδανική ζωή. Τι όμως προκύπτει; Τι ακριβώς διαταράσσεται μέσα της – και πόσο αυτό σχετίζεται με την εμπειρία παιδικής κακοποίησης που στιγματίζει την ψυχή της – όταν αρρωσταίνει και φτάνει κοντά στο θάνατο; Από εκεί και μετά, η συζυγική κλίνη και η βαθιά αγάπη για τον άντρα της, όχι μόνο δεν μπορούν να την καλύψουν σε κανένα επίπεδο, αλλά της δημιουργούν κι ένα είδος ασφυκτικής ανάγκης να ξεφύγει, προσφέροντας «τις υπηρεσίες της» σε οίκο ανοχής. Εκεί, ακολουθώντας «το πεπρωμένο που είχε προδιαγραφεί μέσα της» και «έπρεπε να εκπληρωθεί», η Σεβερίν, μετονομάζεται σε Ωραία της ημέρας, εξελίσσεται σε «αστέρι» του μαγαζιού και γίνεται περιζήτητη. Ταυτόχρονα βιώνει μια μεγαλειώδη παραδοξολογία, αφού όσο περισσότερο κατακτά την ηδονή μέσα από την ταπεινωτική συμμετοχή της σε κάθε είδους «αστική ακολασία», τόσο γιγαντώνεται η αγάπη της για τον άντρα που προδίδει καθημερινά. Κάθε φορά που αναλώνει μέρος του εαυτού της προκειμένου να εκφράσει αυτή την αγάπη στο έπακρο, την ίδια στιγμή αποστερείται βάναυσα, ένα ισοδύναμο κομμάτι εξιλέωσης. Αδυνατώντας να αποδεχθεί την πραγματικότητα της ύπαρξής της μετεωρίζεται σε μια επώδυνη οντολογική ανασφάλεια που καλύπτει με το «ζωτικό ψεύδος». Και μιας και το «ζωτικό ψεύδος» εφευρέθηκε από τον Ίψεν σαν μια προσφιλής διαφυγή των ηρώων του στα αστικά σαλόνια της προσποίησης και της κοινωνικής υποκρισίας, ως άλλη Ιψενική ηρωίδα η Σεβερίν, βρίσκεται εντέλει πανικόβλητη, μπροστά στην «άτεγκτη πορεία ενός πεπρωμένου που η ίδια» ατυχώς «νόμισε πως θα ήλεγχε».


Η ταινία του Μπουνιουέλ, προβλήθηκε πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1967 όπου κέρδισε το Χρυσό Λέοντα, και στη μετέπειτα εμπορική της πορεία σημείωσε τεράστια επιτυχία. Επηρεασμένη από το ύφος της εποχής της – ο σκηνοθέτης μεταφέρει τη δράση στο ΄60 – με ουσιώδεις ως προς την εξέλιξη της ιστορίας περικοπές, η ταινία ρίχνει μια πιο ηδονοβλεπτική ματιά πίσω από την κλειδαρότρυπα του γαλλικού βουλεβάρτου. Κι ενώ για τον συγγραφέα, κυρίαρχο θέμα δεν είναι η «σαρκική παρεκτροπή» της Σεβερίν αλλά η «αγάπη της για τον Πιέρ… και η τραγωδία τούτης της αγάπης» η παράμετρος αυτή, δε φαίνεται να χωράει στην ταινία, καθώς ο σκηνοθέτης εστιάζει στην – ίσως και ειρωνική – μεταφορά των φαντασιώσεων της ηρωίδας στην οθόνη. Δια μέσου αυτών άλλωστε, συνδέει επινοητικά τη σχέση αιτίας-αποτελέσματος ως έκφανση της (ομολογουμένως) εφευρετικής κυκλικής ροής τέλους-αρχής, στην αφήγηση της ιστορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου