6/10/14

Nostromo Home Cinema 21

The Texas Chainsaw Massacre (Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι, 1974) *****
Από τον Χρήστο Ζαφειριάδη


Σκηνοθεσία: Τομπ Χούπερ
Πρωταγωνιστούν: Μέριλιν Μπερνς, Γκούναρ Χάνσεν, Έντουιν Νιλ
83’  1.78 : 1
      
Το κείμενο είναι αφιερωμένο στη  μνήμη της υπέροχης Marilyn Burns (1949 – 2014).

Κοίταξε το σώμα σου και προσπάθησε να καταλάβεις πόσο ευάλωτο είναι. Πόσο τρωτή είναι η σάρκα σου και πόσο ευαίσθητο είναι το δέρμα που (έμαθες να) κατοικείς. Αν προσπαθήσεις να νιώσεις την ευαισθησία και κόψεις ένα μικρό κομμάτι του εαυτού σου, θα νιώσεις και θα δεις την ανοιχτή πληγή. Ο Σχιζοφρενής το αντίκρισε για μια φορά αυτό σου το κομμάτι και το αγάπησε για πάντα. Αγάπησε τον τρόπο με τον οποίο η ζωή εγκαταλείπει το σώμα όταν αυτό κατακερματίζεται, αγάπησε το δέρμα όταν αυτό αποκολλάται με ευκολία αφήνοντας ένα κορμί ευτελώς ξεγυμνωμένο.
Η low budget ταινία του Hooper δικαίως θεωρείται ανελέητο μνημείο του αμερικάνικου horror ενώ ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος (ή Leatherface - αβίαστη αντανάκλαση του Ed Gain) άνετα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο βασιλιάς των παρανοϊκών δολοφόνων της μεγάλης οθόνης. Όχι όμως επειδή είναι ο πιο βλοσυρός, βίαιος, και αχόρταγα αιμοσταγής, αλλά γιατί είναι ο πιο τρομακτικός ακριβώς γιατί είναι και o πιο ανθρώπινος. Τα χαρακτηριστικά της εμμονής αλλά και της αδυναμίας του είναι βαθύτατα ρεαλιστικά, ενώ ο ίδιος αποτελεί κομμάτι μιας (επίσης σχιζοφρενούς) οικογένειας κανιβάλων, η οποία κατοικεί στη πολύπαθη αμερικάνικη περίοδο των 60s-70s, μακριά όμως από το χάος της μεγαλούπολης που κατακλύζει το δυτικό κόσμο. Γι’ αυτό και ο κανιβαλισμός τους παραμένει καλά κρυμμένος σε ένα απομονωμένο αγροτόσπιτο  της επαρχίας.

Από τη μεγαλούπολη προέρχονται και οι πέντε νέοι της ιστορίας, αναζητώντας αθώα τα αίτια της βεβήλωσης ενός οικογενειακού τάφου. Αυτό που τελικά ανακαλύπτουν είναι η ψυχική αίσθηση του αποτρόπαιου, η μετενσάρκωση ενός αγωνιώδους εφιάλτη και η λυσσασμένη μανία ενός αιματοβαμμένου αλυσοπρίονου. Είναι οι στιγμές που τα όνειρα της νιότης παύουν να ελπίζουν και οι πέντε νέοι θα ξεράσουν από μέσα τους ό,τι μέχρι τότε έμοιαζε έτοιμο να ανθίσει, χωρίς να έχουν το σθένος να πιστέψουν ότι όσα ζουν μπορεί να είναι η αλήθεια. Μέχρι να νιώσουν ό,τι τελικά είναι, χαρίζοντας τις σάρκες τους στα νοσηρά ένστικτα της παρανοϊκής αυτής οικογένειας.

Κρανία, δόντια, σάπια κρέατα και τρίχες κυριαρχούν στα περισσότερα κάδρα του Hooper, με τα κουφάρια των ζώων και τη δυσωδία των ακρωτηριασμένων πτωμάτων να αναβλύζουν όλο τον τρόμο και τη φρίκη μιας τέτοιας πραγματικότητας. Η φρίκη φυσικά είναι επίγεια και όχι ονειρική. Κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα και αντανακλάται στα υπέροχα πράσινα μάτια της μοναδικής επιζήσασας, η οποία λουσμένη στο αίμα απομακρύνεται από το θάνατο, με τις κραυγές, τα δάκρυα και το παρανοϊκό της γέλιο να μένουν για πάντα στο μυαλό του σοκαρισμένου θεατή. Αυτό που απομένει στο ξημέρωμα μιας καινούριας ημέρας είναι η αδηφάγα ηχώ ενός αλυσοπρίονου που δε λέει να σωπάσει κι ένας περήφανος Σχιζοφρενής, ο οποίος έχει ταπεινώσει την οποιαδήποτε έννοια σωματικής και ψυχικής ελευθερίας, με τη τραγωδία να βρίσκεται στο θάνατο της νεότητας και τον σαρκικό εξευτελισμό της. Cut!

Κυκλοφορούν επίσης:
Από τον Γιάννη Σμοΐλη

Edge of Tomorrow (2014) ***


Στο «Edge of Tomorrow» όλα λειτουργούν στην εντέλεια. Το δανεισμένο από την αριστουργηματική Μέρα της Μαρμότας θέμα της χρονικής λούπας (όπου ο ήρωας ζει και ξαναζεί την ίδια μέρα, κάθε φορά που πεθαίνει), στο συνδυασμό του με τους κώδικες μιας περιπέτειας επιστημονικής φαντασίας, όχι μόνο αποδίδει σε ό,τι αφορά το αγωνιώδες του πράγματος αλλά προσφέρει χώρο και για μπόλικες κωμικές ανάσες. Σε σύγκριση με τα «αγέλαστα» φιλμ του Νόλαν, αυτό εδώ το έξυπνο rollercoaster φουτουριστικής δράσης, είναι μια όαση –καλώς εννοούμενης- ελαφρότητας. Ποτέ δεν παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρόκειται για άμυαλη (τύπου Transformers) διασκέδαση. Προσθέτοντας στα παραπάνω την τρομερά φορμαρισμένη ερμηνεία του Tom Cruise –η Emily Blunt είναι επίσης άψογη- κάποιες εντυπωσιακές σκηνές μαχών και ένα μοντάζ «πολυβόλο» που δεν αφήνει ποτέ την πλοκή να κάνει κοιλιές, έχεις εξασφαλισμένη την καλοπέρασή σου.

Godzilla (2014) ***


Ο Godzilla του 2014 καμιά σχέση δεν έχει με το μέτριο remake του 1998. Υπερέχει σε όλα και πρώτα απ’ όλα στην ατμόσφαιρα. Αυτό εδώ το «θηρίο», περισσότερο από ένα blockbuster καταστροφής, είναι ένα υπαινικτικό φιλμ που φιλάει για την τελευταία πράξη τις εκρήξεις του. Μέχρι την –απόλυτα εκθαμβωτική και χορταστική σε θέαμα- κορύφωση, ο ταλαντούχος Gareth Edwards κρυφοκοιτάζει τα τέρατα του απ’ την οπτική γωνία του (ασήμαντου μπροστά σε τέτοια μεγέθη) ανθρώπινου παράγοντα, χτίζει σταδιακά και με προσήλωση στη λεπτομέρεια, το σασπένς και μας θυμίζει άλλες, καλύτερες εποχές για τον κινηματογράφο του Φανταστικού. Εποχές όπου επικρατούσε η αντίληψη πως όσο λιγότερα δείχνεις στο κοινό, τόσο πιο έντεχνα το «παγιδεύεις» στον ιστό της ιστορίας σου. Και μόνο γι’ αυτή την παραδοσιακή (και τόσο λειτουργική τελικά) προσέγγιση, ο Godzilla του Edwards ξεχωρίζει από τον σωρό. Και –εννοείται- αξίζει της προσοχής σου.

Out of the Furnace (2013) ***1/2


Σύγχρονο ξαναδιάβασμα του «Ελαφοκυνηγού», μελαγχολική μπαλάντα για αυτούς που κινούνται (και επιβιώνουν κουτσά στραβά) στο περιθώριο της μοντέρνας αστικής οχλαγωγίας, οικογενειακό δράμα μεταμφιεσμένο σε χαμηλόφωνη περιπέτεια αυτοδικίας, το Out of the Furnace, όπως κι αν επιλέξεις να το δεις, είναι πάνω απ’ όλα ένα έργο ήπια θρηνητικό και βαθιά λυπημένο. Ποτέ δεν ξεπερνάει ένα όριο έντασης σε όλα όσα δείχνει ή αποκρύβει εντέχνως κι όμως, μετά την παρακολούθησή του, νιώθεις ότι σε έχει συντρίψει σιωπηλά και χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Ίσως αυτό να οφείλεται και στη σπαρακτική, εσωτερική ερμηνεία του Christian Bale (στο κέντρο ενός λαμπρού καστ που συμπεριλαμβάνει τους Willem Dafoe, Sam Shepard, Forest Whitaker, Woody Harrelson, Casey Affleck), την κορυφαία –κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντα- ολόκληρης της καριέρας του.

Ακόμη:
Από τον Ηλία Δημόπουλο

My Darling Clementine (1946) ****


Η α λα Τζον Φορντ καταγραφή της περίφημης -και κινηματογραφικά- μονομαχίας στο OK Corral είναι κι ένα από τα πρώϊμα αριστουργήματα της πρώτης ωριμότητας του μεταπολεμικού γουέστερν. Ο Ουάϊατ Έρπ για τον Φορντ είναι ένας στωϊκός ήρωας που ζει στην εποχή του, ζητώντας μοναχά ένα ανεκτό παρόν, μη αναπολώντας οποιοδήποτε παρελθόν ή αποζητώντας ένα μέλλον.
Την ίδια στιγμή οι χαμηλοί τόνοι, η δραματική φωτογραφία, ο ελεγειακός ρυθμός, προλέγουν την αναπόφευκτη κρίση ενός επερχόμενου μέλλοντος. Για τον Φορντ άλλωστε η μελαγχολία των καιρών που χάνονται ισοσκελίζεται από την ανάγκη της ιστορίας να προχωρήσει και οι εποχές να αλλάξουν.
Ένα σπουδαίο έργο ενός είδους που δυστυχώς πια εξέπνευσε για την συντριπτική πλειοψηφία του κινηματογραφικού κοινού παίρνοντας μαζί του όλο τον στοχασμό πάνω στην ιστορία, την σκέψη πάνω στο καλό και το κακό αλλά, κι έτσι απλά, την συναισθηματική, αστική μας ίσως, ανάγκη για το γεωγραφικά αχανές, την καθαρότητας του άπλετου χώρου που ανοίγει το μάτι και ξαστερώνει το μυαλό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου