3/11/14

Nostromo Home Cinema 23

Το Λάθος Αστέρι (The Fault in our Stars, 2014) ****
Από τον Χρήστο Ζαφειριάδη

Σκηνοθεσία: Τζος Μπουν
Πρωταγωνιστούν: Σαϊλίν Γούντλεϊ, Άνσελ Έλγκορτ, Νατ Γουλφ, Ουίλεμ Νταφόε, Λόρα Ντερν
126’, 1.85 : 1


Μια στενάχωρη ιστορία καταλήγει πάντα σε ένα θλιβερό φινάλε. Ο τρόπος όμως που θα οδηγήσεις την αφήγηση και το πώς θα μπορέσεις να διαχειριστείς τις λεπτομέρειες της πορείας σου προς την οδύνη, είναι όλη η αλήθεια που κρύβεται στα βάθη της προσωπικότητάς σου.

Το Λάθος Αστέρι δεν είναι μια ταινία για τον θάνατο και τις στεναχώριες που σκορπάει γύρω του. Χρησιμοποιεί όμως μια θανάσιμη ασθένεια για να μιλήσει για όλα εκείνα που πρέπει να χαρακτηρίζουν την εφηβική αγωνία, από τη στιγμή που έχει μάθει να καρδιοχτυπά μέχρι το αβάσταχτο σημείο που αντιλαμβάνεται το τέλος.
 
Στην ιστορία υπάρχουν δύο έφηβοι οι οποίοι πάσχουν από μια ασθένεια που τους νικάει αργά και βασανιστικά. Αυτό που επιλέγουν να κάνουν στο χρόνο που τους απομένει, δεν είναι να αναλωθούν σε κούφια συναισθήματα και καθημερινές ασημαντότητες, αλλά να ζήσουν τον έρωτα σαν να μην υπάρχει αύριο (διότι στην περίπτωσή τους, μπορεί να μην υπάρχει), κατακτώντας το προνόμιο του να μοιράζεσαι με κάποιον τις στιγμές σου. Τις στιγμές ενός αναπάντεχου έρωτα που γεννάται στα βλέμματα (φανερά και κρυφά), στα αγγίγματα (τυχαία και ηθελημένα), στα μεταμεσονύχτια μηνύματα και στις μικρές λεπτομέρειες που μόνο εσύ βλέπεις και αγαπάς στον άλλον, για να καταλήξει στην ουσία της κατανόησης και το θάρρος της αποδοχής του περιορισμένου χρόνου.

Κάπως έτσι η ζωή αποκτά, έστω και διστακτικά, ένα καινούριο νόημα. Ένα νόημα που διαθέτει τα λογοτεχνικά χαρακτηριστικά ενός ρομαντικού μυθιστορήματος που κληροδοτούνται από το χαρτί, στο περήφανο χαμόγελο του Elgort και στα μάτια της εύθραυστης Woodley, οι οποίοι πιάνονται απ’ το χέρι και χρησιμοποιούν τις λιγοστές ευχές τους για να αντέξουν. Οικοδομούνται έτσι οι στιγμές ενός καταδικασμένου αλλά αχόρταγου ρομαντισμού, μετατρέποντας την ταινία του Josh Boone σε ένα νεανικό μελόδραμα που ανήκει ολάκερα στην εποχή του και προσπαθεί να μάθει πώς είναι να γεύεσαι τ’ αστέρια. Ένα μελόδραμα που αποδέχεται το πεπρωμένο, αισθάνεται τον πόνο (αλλιώς δεν θα είχε νόημα η ύπαρξή του) και παλεύει να νικήσει το αίσθημα του φόβου, με σκοπό να κατακτήσει την απεραντοσύνη των ηρώων του.

Το λάθος αστέρι είναι ακριβώς αυτό. Να ξέρεις πως είναι να πεθαίνεις χωρίς να έχεις πεθάνει ούτε μια φορά. Να νιώθεις τη μαγεία της στιγμής όταν αφιερώνεσαι σε αυτόν που στέκεται δίπλα σου, να τον κοιτάζεις στα μάτια και να του λες ότι είναι όμορφος, όταν απλά το εννοείς.

Και τον βάζεις έτσι, για πάντα στη ψυχή σου. Για όσο αυτή βαστάει.


Κυκλοφορούν επίσης:
Από τον Ηλία Δημόπουλο

F for Fake,  Όρσον Ουέλς (1973) ****


Στα 1973 η καριέρα του Όρσον Ουέλς έχει τελειώσει. Το ξέρει κι ο ίδιος, ήδη, από τουλάχιστον οκτώ χρόνια πριν, όταν τον Φάλσταφ του τον γυρίζει με απροσπέλαστα εμπόδια για περισσότερα από δύο χρόνια ντουμπλάροντας ο ίδιος ακόμα και τον ήχο ή παίζοντας πλάτη μια σειρά ρόλων σε ταινίες του που "έχασαν" τους ηθοποιούς τους. Η οικονομική δυσπραγία έχει σταματήσει το μεγαλύτερο κινηματογραφικό ταλέντο της ιστορίας.
Αντί μεμψιμοιρίας σκαρφίζεται ένα φιλμ-αστείο ακριβώς γι' αυτό: Για την απάτη της Τέχνης, για την πλαστογράφηση που εσωκλείει  η ιδέα της. Μέσα από τρεις διαδοχικές ιστορίες πλαστογράφων - του Ελμίρ ντε Χόρι που χρόνια πλαστογραφούσε διάσημα έργα τέχνης στέλνοντάς τα σε μουσεία και δημοπρασίες, του Κλίφορντ Έρβινγκ που κατασκεύασε μια συνέντευξη του Χάουαρντ Χιουζ και φυσικά του εαυτού του σαν ψεύτη-μάγου, εραστή της οφθαλμαπάτης - ο Ουέλς διακωμωδεί την τραγωδία της αδυναμίας της δημιουργίας, το φυσικό αδιέξοδο ελέγχου πάνω στο υλικό μια ζωής που θέλει να μεταμορφωθεί σε Τέχνη. Κάπως έτσι η αλήθεια της ζωής διαψεύδει το καλλιτεχνικό όνειρο και το ψέμμα της Τέχνης γίνεται η αλήθεια μιας ολόκληρης ύπαρξης.
             
L' Avventura, Μικελάντζελο Αντονιόνι (1960) ****


Με τρέχοντες όρους ανάγνωσης ενός φιλμ η Περιπέτεια υπήρξε πάντοτε κάτι, θα 'λεγες, "αντιφιλμικό": Αντιαφηγηματική ασφαλώς, διαλύοντας τον ορισμό της παρατακτικής - έστω και μέσω φλας μπακ - αφήγησης, αντικλιμακτική, αντιδραματική, η Περιπέτεια περιέχει όλο το χιούμορ του δημιουργού της στον τίτλο της. Είναι μια αντί-περιπέτεια.
Θα 'λεγες. Εσφαλμένα.
Γιατί στην πραγματικότητα η Περιπέτεια βρίσκει την δράση μιας εσωτερικής μας αλλά και διανθρώπινης μαύρης τρύπας, αναλύεται σε μια στατικά δυναμική περιπλάνηση, τέλειας αντίφασης, μέσα στο μυαλό της ανθρώπινης κατάστασης και περιγράφει οπτικά, με την μοναδική εντέλεια του κινηματογράφου, την γνώριμα άγνωστη (γι' αυτούς που εμπλέκονται βέβαια, οι υπόλοιποι όπως μπήκαν θα βγουν) απόσταση του εαυτού από την ύπαρξη.
Εσαεί μοντέρνο κομψοτέχνημα φιλοσοφικής αφαίρεσης, καταδικασμένο, όπως και τα κείμενα που λατρευτικά θα το συνοδεύουν, για πάντα να είναι κάτι ανάμεσα σε παρωχημένο δείγμα μιας εποχής και βουβά απελπισμένο τμήμα της αναπότρεπτης αστικής μας εξέλιξης.

Mulholland Falls, Λι Ταμαχόρι (1996) ***


Η ταινία του Λι Ταμαχόρι εντάσσεται στη νεονουάρ αναβίωση των '90ς (The Last Seduction, L.A. Confidential), δεν έχει την αρτιότητα αυτών, αλλά κερδίζει στην παλιομοδίτικη σινεφιλία της εξαιρετικής του καλλιτεχνικής διεύθυνσης, των glam πινελιών (μια εντελώς λιμπιστική Τζένιφερ Κόνελι για παράδειγμα) και της πλειάδας των ηθοποιών του (Παλμιντέρι, Μάντσεν, Κρις Πεν, Γκρίφιθ και φυσικά Νόλτε) που χαρίζουν μια καλοζυγισμένη αίσθηση υποκριτικής πληρότητας κλασσικού νουάρ. Η ιστορία παίρνει σαν χαρακτηρολογία και διασυνδέσεις αυτά που χάνει σαν πλοκή και προβλέψιμες ανατροπές ενώ δεν μπορεί να απαλλαγεί από την ('90ς) ορθότητα ενός απόντος αμοραλισμού που το είδος φυσικά περιέχει ιδιοσυστασιακά. Κι έτσι όμως παραμένει μια μικρή, ατελής απόλαυση.

Billion Dollar Brain, Κεν Ράσελ (1967) ** 1/2


Το τελευταίο Χάρι Πάλμερ της τριλογίας των '60ς (υπήρξαν κι άλλες δύο τηλεταινίες τριάντα χρόνια αργότερα, επίσης με τον Μάϊκλ Κέϊν) είναι το πιο αδύναμο της σειράς - αλλά και το πιο διασκεδαστικό. Γεμάτο πλοκή, διπλοπροσωπίες και (ψευδο)πολιτική ίντριγκα, το BDB έχει την βαρβάτη ιδιαιτερότητα να κάθεται ο θεόμουρλος Ράσελ στο τιμόνι του. Που παρά την εμφανή προσπάθειά του να κρατηθεί σώφρων όλο και κάποτε θα διαπιστώνεις πόσο δύσκολο του είναι να το κάνει. Αυτό είναι σε βάρος μιας σοβαρής κατασκοπείας, που οι ταινίες της σειράς είναι, αλλά υπέρ μιας, dated ασφαλώς, διασκεδαστικότητας των hipster λονδρέζικων '60ς.
Ο Κέϊν εντούτοις διατηρεί αυτό που χρειάζεται ο τόνος του χαρακτήρα που υποδύεται, ενοποιώντας ένα φιλμ μετά βίας ελεγχόμενο σκηνοθετικά που αρμόζει την σινεφιλική αρετή του ακριβώς στην αξιοπεριέργειά του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου