18/11/14

Nostromo Home Cinema 24

Το Μωρό της Ρόζμαρι (Rosemary’s Baby, 1968) *****
Από τον Γιάννη Σμοΐλη

Σκηνοθεσία: Ρομάν Πολάνσκι
Πρωταγωνιστούν: Μία Φάρροου, Τζων Κασσαβέτης, Ρουθ Γκόρντον, Σίντνεϋ Μπλάκμερ, Ραλφ Μπέλαμι, Μόρις Έβανς
136’, 1.85 : 1


Δεν θα μπορούσε κανείς άλλος, εκτός από τον Πολάνσκι, να σκαρώσει τέτοια σαρδόνια παραβολή για το τέλος της αθωότητας (με όλες τις πιθανές έννοιες) των οπτιμιστικών 60’s, όπως το «Μωρό της Ρόζμαρι». Ο μεγάλος Πολωνοεβραίος, λόγω φλογερής ιδιοσυγκρασίας αλλά και επώδυνης εμπειρίας (αναφέρομαι στην απόδρασή του, σε τρυφερή ηλικία, απ’ την ναζιστική Κρακοβία), εντόπισε την κοινοτοπία του κακού μέσα σ’ ένα διαμέρισμα, μια συνηθισμένη γειτονιά κι έναν καθ’ όλα φυσιολογικό, μεσοαστικό γάμο. Ο «Σατανάς» εκκολάπτεται στα σπίτια μας, κάτω απ’ τη μύτη μας, στο πληκτικό περιβάλλον των καθημερινών μας συνηθειών, ανάμεσα σε τυπικές επισκέψεις γειτόνων, υποκριτικές αβρότητες και την ανούσια ψιλοκουβέντα που γεμίζει με περιττολογίες τον αέρα. Η μεταφυσική χλευάζεται εδώ, η έλλειψη φαντασίας στον τρόπο απεικόνισης αυτού που δεν χωράει στις τυπικά χριστιανικές αναπαραστάσεις μας (στη μία και μοναδική, φευγαλέα άλλωστε, εμφάνιση του, ο πρίγκιπας του σκότους, φορτώνεται με όλα τα στερεοτυπικά γνωρίσματα που του αποδίδει η μυστικιστική φιλολογία) καθώς και η ασύγγνωστη επιπολαιότητα με την οποία ανάγουμε τις φρίκες αυτού του κόσμου σε άυλες, κακόβουλες οντότητες.

Το «Μωρό της Ρόζμαρι» είναι η απόλυτη αθεϊστική ταινία. Καταργεί την υπερφυσική διάσταση του δαιμονικού. Είναι γνωστό όμως ότι οι προκαταλήψεις και οι πλάνες, υπάρχουν σε ζεύγη. Καλό-Κακό, Αλήθεια-Ψέμα, Θεός-Διάβολος. Αν ο Σατανάς είναι ένα παραμυθάκι για να τρομάζουν τα παιδάκια κι οι καλοκάγαθες, υποταγμένες νοικοκυρούλες με την καθολική ανατροφή (προσέξτε πώς θορυβείται η Ρόζμαρι όταν γίνεται μια ειρωνική αναφορά στον Πάπα, σκηνή που –καθόλου τυχαία- λαμβάνει χώρα, λίγο πριν τον εφιάλτη της διαβολικής επίσκεψης), τότε απομυθοποιώντας τον, ξεφορτώνεσαι παράλληλα και τον παντοδύναμο Θεό. Ο Πολάνσκι, μοντέρνος στις ιδέες αλλά παραδοσιακός στην κατασκευή, φτιάχνει ένα αλησμόνητο, ατμοσφαιρικό θρίλερ, χιτσκοκικής αμφισημίας (προσωπικά θεωρώ πως η καλύτερη από ποτέ Μία Φάρροου χάνει το μυαλό της, ότι όλα συμβαίνουν στο κεφάλι της και το μεγαλείο του φιλμ βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί άψογα ΚΑΙ έτσι, σαν ιστορία μητρικής παράνοιας δηλαδή) τη στιγμή που σε δεύτερο -και πιο ουσιαστικό-επίπεδο, πριονίζει τα θεμέλια του σύγχρονου αστικού βίου, του στριμωγμένου ανάμεσα στην κενοδοξία και τον αριβισμό (ο σύζυγος της Ρόζμαρι, ένας εξαίρετος Τζον Κασσαβέτης, δεν δείχνει να νοιάζεται παρά για το πώς θα φτάσει ψηλά ως ηθοποιός), ανοίγοντας τα μάτια του κοινού στην κακάσχημη πραγματικότητα: το Κακό είναι μέσα μας. Το κυοφορεί κι ο πιο αθώος.

Πάντα με χιούμορ, με μια διάθεση εμπαιγμού που κορυφώνεται στο κατάμαυρο, ξεκάθαρα ειρωνικό φινάλε (σε μια σκηνή ανθολογίας που ο υπερβολικός τόνος της δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για τις σατιρικές προθέσεις του σκηνοθέτη), ο Πολάνσκι ολοκλήρωσε το πρώτο του καθαρό αριστούργημα και παράλληλα μια από τις πιο περίτεχνα αλληγορικές ταινίες τρόμου στην ιστορία του σινεμά. Άφθαρτο παρά τα 46 του χρόνια, απολαυστικά ανίερο και φρέσκο όσο λίγα έργα που φέρουν την σφραγίδα του κλασσικού.


Κυκλοφορούν ακόμη:
Από τον Χρήστο Ζαφειριάδη

Les vacances de Monsieur Hulot (Οι Διακοπές του Κυρίου Ιλό, 1953) ****1/2


Αν δεν σ’ αρέσουν οι άνθρωποι, δεν θα σ’ αρέσουν οι Διακοπές του Κυρίου Ιλό, ταινία όπου ο Tati παρουσιάζει για πρώτη φορά επίσημα τον αγαπημένο, σιωπηλό και καλοκάγαθο αυτόν ήρωα στο σινεμά του. Ένα σινεμά χτισμένο επάνω στην ευγένεια του δημιουργού του, οποίος κάνει σκόνη την σοβαροφάνεια και εισάγει την κωμωδία στην λεπτομέρεια της ζωής. Ένα σινεμά που ασπάζεται το απρόβλεπτο έναντι του προκαθορισμένου και διακωμωδεί κάθε πτυχή της καθημερινότητας για να παρουσιάσει τους ανθρώπους όπως ακριβώς είναι. Ως ανέμελες και εύθραυστες ζωγραφιές που ψάχνουν τον τρόπο για να αντιμετωπίσουν το χρόνο που κυλάει επάνω στα σώματα τους και τους αποχαιρετάει όλους, ανεπιστρεπτί. Ένα σινεμά που μπορεί να μη σε κάνει να γελάς με τη ψυχή σου (τουλάχιστον όχι στην αρχή), αλλά καταφέρνει με μεγάλη ευκολία να σου μεταφέρει όλο τον ρομαντισμό και την τρυφερή αβεβαιότητα της ζωής, για μια στιγμή μονάχα, ικανή όμως να παγώσει τον χρόνο και να μείνει κοντά σου, για όσο εσύ επιθυμείς.

Copenhagen (2014) ***


Μπορεί το ντεμπούτο του Καναδού Mark Raso να διαθέτει κάποιες σεναριακές και αφηγηματικές ευκολίες, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί όμως ότι διαθέτει και αρκετές κινηματογραφικές αρετές, με την μεγαλύτερη να βρίσκεται στα βλέμματα των ηρώων του. Ηρώων που ταξιδεύουν στην Κοπεγχάγη, γνωρίζονται και ερωτεύονται για όλους τους λάθος λόγους και στη συνέχεια παλεύουν να αντιμετωπίσουν τις καταστάσεις της ζωής που τους έτυχε. Ο ευρωπαϊκός ρομαντισμός δεν αναγνωρίζεται μόνο στα μνημεία και τα αξιοθέατα της Δανέζικης πρωτεύουσας, αλλά γεννάται και αναπτύσσεται στους περιπάτους, τις βόλτες με τα ποδήλατα και τις βραδινές εξόδους, παρέα με ένα οικογενειακό δράμα που υπάρχει για να κρατάει τις ισορροπίες και να διατηρεί το δραματικό ενδιαφέρον της ιστορίας, χωρίς να υπερβάλει χωρίς όμως και να εκρήγνυται τη στιγμή και με τον τρόπο που θα ήθελα.

Η Αιώνια Επιστροφή του Αντώνη Παρασκευά (2013)  ***


Ο Αντώνης Παρασκευάς εξαφανίζεται, όχι γιατί κάποιοι τον έχουν απαγάγει με σκοπό να διεκδικήσουν κάποιο χρηματικό ποσό, αλλά γιατί ο ίδιος επιλέγει να απομονωθεί σε ένα έρημο ξενοδοχείο, παρακολουθώντας από την τηλεόραση (στην οποία εργαζόταν για χρόνια ως παρουσιαστής) τις εξελίξεις της εξαφάνισής του. Το πρόβλημα είναι ότι ως «εξαφανισμένος» ζει ανάμεσα στην ερημιά και την μοναξιά του, αδυνατώντας να επικοινωνήσει με τον θεατή και ενισχύοντας κατά κάποιο τρόπο την απομόνωσή του. Παράλληλα εκθέτει την αδηφαγία του τηλεοπτικού συστήματος αλλά και την ευκολία με την οποία σκηνοθετεί το εφήμερο, γεννοβολώντας και στη συνέχεια αντικαθιστώντας τους κοινωνικούς του ήρωες. Το υπαρξιακό δράμα μοιάζει να είναι ο στόχος της Ελίνας Ψύκου που σε αυτή την πρώτη της ταινία, στήνει τις βάσεις γι’ αυτό που ίσως αργότερα χαρακτηριστεί ως δύσκολο, εσωτερικό, αρκούντως ποιοτικό και απολαυστικό ελληνικό σινεμά της εποχής μας.

Incubo sulla città contaminata (Nightmare City, 1980) **1/2


Μια  άγνωστη και ανώνυμη πόλη που σειέται συθέμελα, ένα κομμάτι του βιομηχανοποιημένου πολιτισμού το οποίο μολύνεται από την ραδιενέργεια και μετατρέπει τους ανθρώπους σε νεκροζώντανα όντα, μολυσμένοι πολίτες (διε-φθαρμένοι σωματικά και πνευματικά) που προσπαθούν να επιβιώσουν μεταξύ ζωής και θανάτου και περιφέρονται στο αστικό τοπίο αναζητώντας σάρκα και αίμα. Η ταινία του Umberto Lenzi είναι ένα απολαυστικό κινηματογραφικό αιματοκύλισμα, με τη προσέγγιση του σκηνοθέτη να είναι διασκεδαστική και ταυτόχρονα, εξωφρενική. Αδιαφορεί για τους πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες και τους αναπτύσσει ελάχιστα, αφού ο πρωταρχικός του στόχος φαίνεται να είναι ο παραλογισμός, η ακόρεστη βία και το σοκ που προκαλούν στο θεατή τα σφαγιασμένα πτώματα, τα ακρωτηριασμένα μάτια και η σήψη στα πρόσωπα των θυμάτων. Καταφέρνει με αυτό τον τρόπο να κατασκευάσει μια αιματοβαμμένη ταινία, αφιερωμένη στη φρίκη του βίαιου θανάτου και την ολοκληρώνει ονειρικά, με τον τρόμο ενός ατέλειωτου εφιάλτη να πλανάται στην οθόνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου