6/1/15

Από το Χαρτί στο Σελιλόιντ: Eyes Wide Shut

Από την Ελένη Τσατσαρώνη

Τι ήταν αυτό που υποκίνησε το ενδιαφέρον μιας απαράμιλλης κινηματογραφικής ιδιοφυίας σαν τον Στάνλεϋ Κιούμπρικ από το Traumnovelle(1926) του Άρθουρ Σνίτσλερ, και τον οδήγησε να το μετουσιώσει σε Eyes Wide Shut(1999) έστω και με μια τριακονταετία χρονοκαθυστέρηση από το αρχικό του πλάνο, δύσκολο να απαντηθεί.


Γεννημένος στη Βιέννη ο μεγαλογιατρός και συγγραφέας Άρθουρ Σνίτσλερ, έζησε μεταξύ 19ου και 20ου αιώνα στην ανέγκλητη αυτοαναφορικότητα της άνεσης και της ασφάλειας που του προσέδιδε η ανωτερότητα της μεσοαστικής του καταγωγής. Έντονα επηρεασμένος από τις Φροϋδικές αναταράξεις και με παρεπόμενα από τον όψιμο ρομαντισμό, την ανεπτυγμένη ευαισθησία και την εντατική ενδοσκόπηση, αποτύπωσε στα γραπτά του την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, μέσα από ένα βιωμένο προσωπικό παρόν το οποίο εκφράζει τα πιο καίρια στοιχεία του ρομαντικού ατομικισμού.


Στο Traumnovelle, ένας νεαρός γιατρός ο Φρίντολιν και η σύζυγός του Αλμπερτίν, επιστρέφουν σπίτι από ένα χορό μεταμφιεσμένων. Αστειευόμενοι αρχικά, αφηγούνται κρυφούς ανομολόγητους πόθους, αγγίζοντας «επικίνδυνες» περιοχές που δεν ενδείκνυνται για μια «τίμια εξομολόγηση». Η Αλμπερτίν ρίχνει τη βόμβα μιας ανεκπλήρωτης απιστίας, φορτισμένης από το δυνατό συναίσθημα ενός βιώματος κάπου μεταξύ της υλικής και της άυλης σφαίρας. Στην περιγραφή του αρχετυπικού-μυστηριακού ονείρου που ακολουθεί, ο Φρίντολιν διασύρεται ολόγυμνος από ένα μανιασμένο πλήθος, υποβάλλεται σε φριχτά βασανιστήρια και καταλήγει σε μαρτυρικό θάνατο. Την απέλπιδα διαδρομή του, παρακολουθεί και η Αλμπερτίν χωμένη στην αγκαλιά του εραστή της, μακάρια ξαπλωμένη και ευτυχισμένη, στο ίδιο καταπράσινο λιβάδι που υψωνόταν ο σταυρός. Η κόλαση του ενός, ο παράδεισος του άλλου.


«Ήθελα ν΄ ακούσεις τουλάχιστον το γέλιο μου την ώρα που σε κάρφωναν στο σταυρό»

Φορτωμένος το δυσβάσταχτο βάρος της προδοσίας, πλημμυρισμένος από ένα βαθύ αίσθημα αποξένωσης και αυτολύπησης, ο Φρίντολιν ξεκινά μια μοναχική περιπλάνηση στους έρημους δρόμους, ζώντας σε μια ανεξιχνίαστη σύγχυση και βουλιάζοντας στη δίνη της αποκάλυψης «πως όλη η ισορροπία και η ασφάλεια που υπήρχε στη ζωή του ήταν στην πραγματικότητα μια ψευδαίσθηση». Η φυγή στο σκοτάδι, τον οδηγεί σε κείνο τον «μυστικό πύργο» των οραμάτων του Νίτσε όπου «όλοι κρύβονται με χίλια τερτίπια πίσω από τη μάσκα των καθιερωμένων μας ηθών».

Σε αυτή ακριβώς την ατμόσφαιρα μεταφέρει και ο Κιούμπρικ τον ήρωά του Δρ. Γουίλιαμ Χάρφορντ, καθώς περιπλανώμενος στους αφιλόξενους δρόμους της Νέας Υόρκης, ψάχνει απεγνωσμένα (εντός και εκτός του) να ανασύρει ότι κατευναστικό, που να τον απαλλάσσει χωρίς τύψεις από τις ηθικές επιταγές που τον περικλείουν ασφυκτικά στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Περνά υπόγεια από το θείο δράμα στη θεία γέννηση τοποθετώντας τη δράση στα Χριστούγεννα, και εξοπλίζει κάθε πλάνο με ένα φωταγωγημένο χριστουγεννιάτικο δένδρο – εκτός αυτών στον «μυστικό πύργο» – δίνοντας μια απόκοσμη, υποδόρια λάμψη στην πολυαναμενόμενη γιορτή. Αφήνει τον ήρωα του, να στροβιλίζεται σα σε βιεννέζικο βαλς κάπου ανάμεσα στη φυσική και υπερφυσική διάταξη του κόσμου, δημιουργώντας ένα αριστουργηματικό υπαρξιακό έπος όπου τα στοιχειώδη κείτονται αδιευκρίνιστα.

Ο Σνίτσλερ εξηγεί γιατί η μάσκα βρίσκεται στο μαξιλάρι της συζυγικής κλίνης, ο Κιούμπρικ πάλι όχι. Όπως είχε ήδη πει «Η ουσία της δραματικής φόρμουλας είναι να αφήνεις μια ιδέα να πλανάται, χωρίς ποτέ να την εξηγείς…. Το ξεκάθαρο δεν μπορεί να έχει τη δύναμη που θα είχε, εάν επέτρεπες να το ανακαλύψουν από μόνοι τους αυτοί στους οποίους απευθύνεσαι…»

Και πραγματικά κανείς, ποτέ, δεν το έχει κάνει καλύτερα από αυτόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου