14/4/14

Nostromo Home Cinema 11

Η Επιλογή του Δεκαπενθημέρου

Her (Δικός της, 2013) *****

Σκηνοθεσία: Σπάικ Τζόνζι
Πρωταγωνιστούν: Χοακίν Φοίνιξ, Σκάρλετ Τζόχανσον, Ολίβια Γουάιλντ, Έιμι Άνταμς, Ρούνεϊ Μάρα
126’, 1.85 : 1

Από τον Χρήστο Ζαφειριάδη
Το Her είναι μία ταινία που θέλει να μοιραστεί μαζί σου σκέψεις και πραγματικότητες οι οποίες μέσω ενός διαφορετικού και αλλόκοτου(;) κόσμου, χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους της δικής μας εποχής. Από τη μοναξιά που κάνει παρέα στις περισσότερες στιγμές μας μέχρι τις προσπάθειες που κάνουμε για να βρεθούμε κοντά με κάποιον άλλο, η ταινία χρησιμοποιεί τον ηρωικό Theodore, που ως αντιπροσωπευτικό δείγμα των ανθρώπων της μεγαλούπολης, δονείται από την ανάγκη της ερωτικής επιθυμίας (και κατ΄ επέκταση ενός έρωτα που θέλει να εκδηλωθεί), μιλώντας έτσι παράλληλα για όλα όσα ως άνθρωποι παλεύουμε να ερωτευτούμε, αλλά δεν έχουμε το θάρρος να τα πλησιάσουμε. Για όσα ως άνθρωποι θέλουμε να μας αγγίξουν, μάθαμε όμως να κοιτάζουμε καχύποπτα και διστακτικά, ακόμα και όταν οι άνθρωποι που βρίσκονται δίπλα μας αξίζουν κάτι παραπάνω.
Η ταινία του Jonze μοιάζει με ένα ρομαντικό γράμμα το οποίο περνά μπροστά από τα μάτια σου χωρίς να έχει την απαίτηση να το διαβάσεις. Ξέρει όμως, πως αν το κάνεις, θα ξεκινήσετε ένα διάλογο χωρίς επιστροφή, αφού θα σου μιλήσει για τον εαυτό σου με έναν υπέροχα ευγενικό τρόπο. Θα σου μιλήσει για εκείνα που μας ενώνουν και όλα αυτά που μας κρατάνε χώρια, ανάμεσα σε δεκάδες ανώνυμα κτήρια και μερικές χιλιάδες ανθρώπων που δεν θα γνωρίσουμε ποτέ (διότι μεταξύ μας, δεν τους αντέχουμε και όλους), για την ακατόρθωτη αποκωδικοποίηση του έρωτα και την αναζήτηση ενός συναισθήματος που δεν μπορεί να εγκλωβιστεί μέσα στα στενά όρια ενός ανθρώπινου σώματος. Μπορεί όμως να γίνει αιώνιο αφού όταν ερωτεύεσαι πραγματικά οι στιγμές είναι αδυσώπητες και σε χτυπάνε με τρόπο που μένει ανεξίτηλος. Κάπου εκεί, στο ενδιάμεσο των χτύπων της καρδιάς, θα μάθεις ότι το μόνο άτομο που χρειάζεσαι στη ζωή σου είναι αυτό που σε χρειάζεται μέσα στη δική του και όταν ο άλλος σου λείψει πραγματικά, θα συνειδητοποιήσεις ότι κάποτε ήταν κομμάτι του δικού σου εαυτού.

Το Her, μέσα από την ακατάβλητη ανάγκη να έρθει κοντά σου, γνωρίζει ότι θα απομακρυνθεί και θα φύγει όταν δεν το έχεις πια ανάγκη. Όμως δεν θα σε αφήσει μονάχο, ούτε για μια στιγμή. Διότι μέσα από την παρέα και τις συνομιλίες (ίσως και τις διαφωνίες), θα έχεις κοιτάξει ένα σπάνιο κομμάτι του εαυτού σου, θα θυμηθείς και πάλι εκείνα που σε κάνουν να νιώθεις ζωντανός, σα να μη πέρασε μια μέρα από τότε, με την ελπίδα να ξεκινήσεις μια καινούρια αναζήτηση για κάτι που ζει όχι μονάχα μέσα στις ταινίες. Την επιθυμία να βρεις το θάρρος  να αναζητήσεις ένα αληθινό πρόσωπο, να κοιτάξεις ακριβώς δίπλα και να ερωτευτείς κάποιον που νοιάζεται, όπως ας πούμε, ένα καλό σου φίλο.

Από τον Γιάννη Σμοΐλη
Η κωμικοτραγική ιστορία του Theodor και της Samantha, είναι η μεγάλη παραβολή της κινηματογραφικής σεζόν πάνω στο δυσεπίλυτο πρόβλημα της αισθηματικής εμπειρίας. Ο υποκειμενικός ιδεαλισμός βλέπει σ’αυτήν μόνο την επαφή του ανθρώπου με τον εαυτό του. Για μια τέτοια άποψη, ο θυελλώδης έρωτας ενός μοναχικού τύπου με το λειτουργικό σύστημα του υπολογιστή του, δε μπορεί να είναι λιγότερο πραγματικός από οποιονδήποτε άλλον εκεί έξω. Το κορμί και οι αισθήσεις δεν δίνουν πρόσβαση στην αλήθεια, είναι μόνο ψευδαισθήσεις που γεννά ο νους. Μόνο αυτός ερωτεύεται, μόνο αυτός «βιώνει».

Για όλους τους υλισμούς, ό,τι δεν περνάει από το σώμα, δε μπορεί να θεμελιωθεί. Έτσι, ακόμα και τα συναισθήματα προκύπτουν σαν άμεσες αντανακλάσεις της πραγματικότητας στον καθρέφτη που είναι η συνείδηση του καθενός. Λίγο ως πολύ, όλοι απολαμβάνουν και ταυτόχρονα στερούνται, μέσω της σάρκας τους, ένα προνόμιο στην πρόσληψη του κόσμου. Διαθέτοντας μια αποσπασματική, κάθε φορά, γνώση του πραγματικού, ουδείς μπορεί να υποστηρίξει ότι κατέχει την αλήθεια. Κανείς όμως δε μπορεί και να την αρνηθεί απόλυτα. Αφού είναι περικυκλωμένος απ’ αυτήν, περιχαρακωμένος στο κορμί του. Σαν πεπερασμένο ον, μέσα από τις αισθήσεις, δέχεται σαν πραγματικό, ό,τι το σώμα του ορίζει ως τέτοιο. Υπό αυτή την έννοια, ο έρωτας του Theodor δεν υπάρχει πουθενά αλλού, παρά μόνο στο κεφάλι του. Αφού δεν διαθέτει υλική διάσταση, δεν έχει θέση στον κόσμο. Μα κι αν είχε σώμα η Samantha, πού θα βρισκόταν ο πυρήνας του έρωτά του αν όχι μέσα του; Η υπόσταση που του δίνει η σάρκα, απλώς αντιπροσωπεύει κάτι που –όπως κάθε ερωτευμένος γνωρίζει- είναι άυλο, άπιαστο, ευρισκόμενο σ’ ένα μέρος όπου η ύλη χάνει τα κυριαρχικά της δικαιώματα.

Έτσι λοιπόν, μας λέει ο Jonze, αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στον Theodor και τη Samantha, αυτό που υπήρξε και υπάρχει ανάμεσα σε όλους τους ερωτευμένους, από την αρχή του κόσμου και που θα υπάρχει μέχρι το τέλος του, είναι και ταυτόχρονα δεν είναι πραγματικό. Τα σώματα το υποστασιοποιούν για μια στιγμή, του δίνουν μια όψη, ένα περίγραμμα δύο όντων που περιπλεγμένα, ιδρωμένα, σε έξαρση, μεταρσιωμένα, δονούμενα, πυρακτωμένα, συναντιούνται στον κενό χώρο ανάμεσα στις λέξεις κι ύστερα επιστρέφουν στην αδιαπέραστη μοναξιά τους. Σ’ αυτό το τρεμοσβήσιμο που ούτε το Είναι, ούτε το Μηδέν μπορούν να διεκδικήσουν, κατοικοεδρεύει το ερωτικό βίωμα. Ο ήρωας του έργου, είναι τόσο αλλόκοτος που πιστεύει στην αλήθεια μιας τόσο διφορούμενης κατάστασης, όσο και οποιοσδήποτε ερωτευμένος. Κι είναι αυτή η γενναία διαπίστωση που κάνει το Her, μια από τις τεράστιες ταινίες της δεκαετίας…

Κυκλοφορούν Επίσης:

Last Vegas (2013) *** ½


Υπάρχουν φορές που δε ζητάς πολλά από μια ταινία, ούτε περιμένεις να σου αλλάξει τη ζωή και τον τρόπο που σκέφτεσαι γι’ αυτήν. Αυτό που μπορείς να περιμένεις είναι να σου μεταδώσει μερικές στιγμές ανέμελης ειλικρίνειας, οι οποίες με τη σειρά τους θα ζωγραφίσουν ένα απρόσμενο χαμόγελο στο πρόσωπό σου που θα κρατήσει μέχρι το τέλος της ημέρας (ή της νύχτας). Το Last Vegas διαθέτει τέσσερεις ηθοποιούς δεινόσαυρους που τους γνωρίζεις από τότε που θυμάσαι το σινεμά. Δεν επιθυμούν να τους θυμάσαι για πάντα, επιθυμούν όμως όσο θα βρίσκονται εδώ να ζούνε και να ονειρεύονται χωρίς φειδώ, με τις ψυχές τους αδάμαστες και ελεύθερες απ’ τα δεσμά του χρόνου που μας κρατάνε όλους αιχμάλωτους. Αν καταφέρεις και κατακτήσεις ένα κομμάτι μόνο της επιθυμίας,  όφελος θα είναι. Χ.Ζ.

Die, Monster, Die! (1965) ***

Μέσα στα 80 λεπτά που διαρκεί η ταινία του Daniel Haller, η ιστορία του Lovecraft θα σε ρουφήξει μέσα της και στη συνέχεια θα σε αφήσει με τις κραυγές και τις απόκοσμες κατάρες της να σπάνε τη σιωπή, στριφογυρνώντας ολονυχτίς στην ατμόσφαιρα. Από το μυστήριο μιας καταραμένης οικογένειας και την απομονωμένη τους έπαυλη, μέχρι το αμαρτωλό και μοναχικό φινάλε της επίλυσης, η αμαρτία, η φρίκη και οι βλασφημίες όλων των λάθος επιλογών μας θα καταβροχθίσουν τον εγωισμό των πρωταγωνιστών και μέσα στη μοναξιά που έχει φωλιάσει στα σωθικά τους, θα μετατρέψουν την ταινία σε ένα σπάνιο πάντρεμα γοτθικού τρόμου και επιστημονικής φαντασίας, τοποθετημένο στους μυθικούς δασότοπους του ομιχλώδους Arkham. Χ.Ζ.

Wild At Heart (1990) **** ½ 


Ένα love story δια χειρός David Lynch δεν το περιμένεις και πολύ φυσιολογικό. Και βέβαια δεν είναι. Εκτός κι αν συνάδουν με την ιδέα σου για τον ρομαντισμό, ψυχοπαθείς γκάνγκστερς, κεφάλια που ανατινάζονται, μάγισσες πάνω σε σκουπόξυλα και μεφιστοφελικές μητέρες. Κι όμως, οι μεγάλοι ποιητές ξέρουν πως ο αληθινός έρωτας βρίσκεται πέραν του καλού και του κακού. Και πως καμιά σχέση δεν έχει με έννοιες όπως το «φυσιολογικό» και το «παθολογικό». Έτσι κι ο Lynch, καθότι ένας απ’τους κορυφαίους ποιητές της κινούμενης εικόνας, μίλησε στο Wild At Heart για τον έρωτα, με τρόπο ανεπανάληπτο, μοναδικά αμοραλιστικό. Ο Ρεμπώ θα το χαιρόταν πολύ αυτό το φιλμ. Γ.Σ.


Fargo (1996) ****


Περίπου μια δεκαετία πριν το No Country For Old Men, οι Coen ανησυχούσαν (με το λατρεμένο, ειρωνικό τους ύφος) για το απόλυτο σκοτάδι που πέφτει, αργά και σταθερά, πάνω στην ανθρωπότητα και που χρειάζεται την κτηνώδη λαχτάρα του χρήματος, μόνο σαν πρόσχημα. Το Κακό όμως, ριζώνει πολύ βαθύτερα, στην έλλειψη επικοινωνίας, στο οριστικό τέλος του διαλόγου. Εδώ, για πρώτη φορά, οι σπουδαίοι δημιουργοί μας παρουσιάζουν γυμνό τον κυνισμό τους (ακόμα και στο Barton Fink διατηρούσαν ένα κάποιο παιχνιδιάρικο στοιχείο). Κι αν το Fargo είναι κωμωδία, τότε ο ορισμός που δόθηκε κάποτε στα έργα του Πίντερ, «comedies of menace» του ταιριάζει απόλυτα. Γ.Σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου