15/4/14

Από το Χαρτί στο Σελιλόιντ: Rebecca

Από την Ελένη Τσατσαρώνη





Η χωρίς οικογένεια, χωρίς ζωή και χωρίς όνομα (!) ηρωίδα, με μόνο όπλο την υπόγεια ανταγωνιστική της προσωπικότητα καλά καμουφλαρισμένη πίσω από το υποκριτικά αφελές προσωπείο που προωθεί, καταφέρνει από νοικιασμένη στην υπηρεσία μιας άξεστης μεγαλοαστής, να γίνει η σύζυγος ενός αινιγματικού χήρου αριστοκράτη και κυρία του πολυσυζητημένου Μάντερλι. Γραμμένη το 1938 από τη Δάφνη ντι Μωριέ η Ρεβέκκα, διαθέτει το τυπικό μοτίβο ενός πρωτόλειου άρλεκιν, σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης ωστόσο, εκτείνεται  πολύ περισσότερο από αυτό.

Έργο που θεωρείται το πιο αξιόλογο και αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής της πολυγραφότατης συγγραφέως, η Ρεβέκκα γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Καθώς όλα ξεκινούν μετά το βιαστικό γάμο των δύο ερωτευμένων (;) και τον ερχομό της καινούριας νύφης στο Μάντερλι  -όπου κρίνεται εκ προοιμίου ανεπαρκής  αφού  ακόμα δεσπόζει με την «παρουσία» της  η  νεκρή σύζυγος του γαμπρού - το στόρι φλερτάρει στην εξέλιξή του με αγγλική ιστορία μυστηρίου, τοποθετημένη στη λατρεμένη από τη συγγραφέα, βρετανική επαρχία της νότιας Αγγλίας. Η Ρεβέκκα  είναι η Μεγάλη Παρεξήγηση στοιχειοθετημένη από τον αυτοεγκλωβισμό της ηρωίδας μέσα στη βαθειά της μειονεξία και στην αδυναμία της να διεκδικήσει ένα ισοδύναμο μερίδιο συμμετοχής  στο σπίτι και στη ζωή του συντρόφου της.



Ο Χίτσκοκ έκανε με τη Ρεβέκκα το πρώτο κινηματογραφικό του εγχείρημα στο Χόλιγουντ και κατάφερε  να αποσπάσει το Όσκαρ καλύτερης ταινίας για πρώτη και μοναδική φορά στην καριέρα  του. Για την ιστορία, αξίζει να αναφερθεί, ότι η Ρεβέκκα ήταν η ταινία με την οποία «άνοιξε» η πρώτη επίσημη τελετή του Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου το 1951. Ο Χίτσκοκ προσέγγισε το κείμενο με σεβασμό τόσο ώστε η ταινία αποτελεί την πιο ουσιώδη και αντιπροσωπευτική περίληψή του. Η σκοτεινή του προσωπικότητα  όμως, αναγνώρισε τις κρυφές πτυχές των χαρακτήρων και εστίασε στο ψυχολογικό υπόβαθρο των ηρώων με κομψότητα, δεξιοτεχνία και έναν διαβρωτικό κυνισμό να υφέρπει κάτω από την καθώς πρέπει επιφάνεια της εικόνας του.

Προσκολλημένη στο πατρικό πρότυπο η ηρωίδα, «ήταν ο μυστικός θησαυρός μου και τον φύλαγα για τον εαυτό μου», έλκεται από ένα σύντροφο με τα διπλά της χρόνια, τον οποίο προορίζει υποσυνείδητα να πάρει τη θέση του. Σεσημασμένο υποχείριο το αρσενικό, αποδέχεται την αντικατάσταση και επιχειρηματολογεί μάλιστα υπέρ της, ομολογώντας παρακάτω ότι «ένας σύζυγος δε διαφέρει και πολύ από ένα πατέρα». Με τον ερχομό στο Μάντερλι όμως, ξεκινά ένας μακρύς εφιάλτης οριοθετημένος από την πρώτη κιόλας σκηνή, όπου το προσωπικό του πύργου παραταγμένο σα δυσοίωνη κουστωδία τους υποδέχεται σχεδόν απειλητικά.

Η στεγνή  φιγούρα της οικονόμου, νοσηρά αφοσιωμένη στη νεκρή, επιμένει να διεκδικεί σπαρακτικά τη Ρεβέκκα (τυπική «μεθοριακή προσωπικότητα» παραδομένη στο ναρκισσισμό της) ακόμη και μετά το θάνατό της. Στα πλάνα που «ξεναγεί» τη νέα σύζυγο στο δωμάτιο της πεθαμένης και με αποκορύφωμα το χαρακτηριστικό άγγιγμα στο μαύρο διάφανο νυχτικό, η «απωθημένη ομοφυλοφιλία»  της κυρίας Ντάνβερς κλείνει το μάτι στο θεατή.

Όλα συμβαίνουν κάτω από ένα τίτλο εξαρχής παραπλανητικό, αφού κύριος πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι τελικά το Μάντερλι, ο «τόπος» που υποθάλπει  –αλλά μπορεί και να καταλύσει– όλα τα ανομολόγητα πάθη και τους εσώτερους δεσμευτικούς μηχανισμούς της ανθρώπινης ύπαρξης  και  όπου όλα… αρχίζουν και τελειώνουν σε αυτόν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου