27/5/14

Nostromo Home Cinema 14

Από τον Γιάννη Σμοΐλη

Η Έκλειψη ( L’ Eclisse) (1962) *****

Σκηνοθεσία: Μικελάντζελο Αντονιόνι   

Πρωταγωνιστούν: Αλέν Ντελόν, Μόνικα Βίτι, Φρανσίσκο Ραμπάλ,
126’, 1.85:  1


Η «Έκλειψη», ως γνωστόν, ολοκληρώνει την αντονιονική τριλογία της αποξένωσης. Το περίεργο είναι ότι τα όμορφα πρόσωπα των ηθοποιών της, σε προδιαθέτουν για κάτι τελείως διαφορετικό: ενδεχομένως για μια ωδή στις προσπάθειες υπέρβασης της απόστασης, που άνθρωποι νέοι επιχειρούν, ίσως υπερβολικά αθώοι και άφθαρτοι, μέσα από τον έρωτα. Βέβαια όποιος γνωρίζει έστω και λίγο το έργο του Ιταλού υπαρξιστή, δεν κινδυνεύει να παραπλανηθεί. Η «Έκλειψη» μοιάζει πράγματι, εκ πρώτης όψεως, με ερωτική ιστορία. Είναι, όμως, κατάμαυρη, άραχλη, ανήλιαγη και τα τρυφερά αισθήματα (ακόμα κι αν υπήρχαν) δε θα έβρισκαν σ’ αυτήν, κανέναν τόπο να εγκατασταθούν.

Αρχικά τα πάντα μοιάζουν τυπικά, ένα συνηθισμένο ρομάντζο πάει να ξεκινήσει. Μόνο που τα πράγματα διαρκώς σκοντάφτουν σε ασήμαντα εμπόδια. Κάτι οι δουλειές, κάτι οι υποχρεώσεις, οι δυο ερωτευμένοι δε βρίσκουν χρόνο. Υπάρχει και μια μεγάλη σεκάνς όπου μας παρουσιάζουν την τρέλα του χρηματιστηρίου μέσα από κάδρα –ξακουστής στην περίπτωση του Αντονιόνι- αποστασιοποίησης, σαν να οφείλονται όλα, λίγο ως πολύ, στους σύγχρονους ρυθμούς ζωής, στην αδάμαστη μανία του κέρδους, σε παράγοντες, δηλαδή, αναγνωρίσιμους, σύμβολα της αστικής μας μοναξιάς. Κάτι παράξενο, όμως, αβυσσαλέο, ανομολόγητα φρικιαστικό, σέρνεται πίσω από τις, δήθεν καθησυχαστικές, εικόνες, άλλοτε ράθυμων κι άλλοτε ψυχρά μηχανιστικών, χειρονομιών (όχι πράξεων, αφού η πράξη μετατρέπει, αλλάζει, ενώ η χειρονομία απλώς συντηρεί, την τρέχουσα κατάσταση πραγμάτων) που ουδέποτε συγκροτούν ένα αληθινό γεγονός: είναι το τσιμεντένιο τοπίο χωρίς τους ανθρώπους. Η πόλη. Το πλαίσιο της δράσης μας. Που, απασχολημένοι καθώς είμαστε με τις ατέλειωτες ασχολίες μας (μια απ’ αυτές κι ο Έρωτας), δεν κοιτάξαμε ποτέ πραγματικά.


Το δυσοίωνο αυτό αριστούργημα κορυφώνεται σε ένα από τα πιο ξακουστά φινάλε στην ιστορία του κινηματογράφου. Λίγα λεπτά φιλμικού χρόνου που μπορούν να αλλάξουν τον τρόπο θέασής σου, να στοιχειώσουν το βλέμμα σου μια για πάντα. Είναι η στιγμή που η τετριμμένη, ασήμαντη, χιλιοειπωμένη αφήγηση που ξαναρχίζει αιώνια με ένα «αγόρι συναντά κορίτσι» (με λίγα λόγια η δική σου ιστορία που έχεις μετατρέψει σε σημείο αναφοράς όλης της ζωής σου), υποχωρεί, εξαϋλώνεται, θρυμματίζεται, για να έρθει στο προσκήνιο το Φόντο. Τα Αντικείμενα και οι Άλλοι, μέσα σε όλο το ανεξιχνίαστο, τρομακτικό μεγαλείο τους. Είναι η ώρα που μπορούμε να ρίξουμε μια κλεφτή ματιά στον Χώρο, έτσι όπως θα μοιάζει μετά την αποχώρησή μας. Ουσιαστικά, αυτό που αποτύπωσε ο Αντονιόνι, μ’ αυτά τα συγκλονιστικά, τελικά (κυριολεκτικά και μεταφορικά) πλάνα του, είναι ο Θάνατος του Υποκειμένου, η πραγματικότητα χωρίς τη διαμεσολάβηση της συνείδησης, επιτέλους απ-άνθρωπη, απαλλαγμένη από το μουρμουρητό της εσωτερικής φωνής που, πάντα και στα πάντα, ψιθυρίζει «Εγώ».

Αυτή είναι η «Έκλειψη» και θέλει ψυχή για να την αντέξεις. Αν τα καταφέρεις όμως, θα σε ανταμείψει με μια από τις συγκλονιστικότερες εμπειρίες παρακολούθησης, που είχες ποτέ.



Κυκλοφορούν ακόμη:
Από τον Χρήστο Ζαφειριάδη

Vertigo (1958)  ****1/2


Από την υποκειμενική παραίσθηση της ιλιγγιώδους αφήγησης μέχρι τα ακροφοβικά σύνορα της απ-ανθρώπινης επιθυμίας, το technicolor αριστούργημα του Hitchcock μοιάζει με έναν τέλειο γρίφο αφιερωμένο στις ψυχωτικές εμμονές, τις ερωτικές αδυναμίες και φυσικά στον ίδιο τον θεατή. Τον θεατή που ως παθιασμένος συνένοχος, καλείται να λύσει το μυστήριο μιας γυναικείας κατασκόπευσης, προτού εξαφανιστεί τελείως η (ούτως η άλλως ετοιμόρροπη) λογική που χαρακτηρίζει την φύση του είδους μας. Μια λογική που αναπνέει ανάμεσα στην επιθυμία του έρωτα, τη πάλη της ψυχής με το μυαλό και τις πολλαπλές αποχρώσεις της πραγματικότητας που μας κρατάει αιώνια δεσμώτες της.

The Monuments Men (2013)  ***


Με μια πρώτη σκέψη η θεωρία θέλει την ανθρώπινη ζωή να είναι περισσότερο πολύτιμη από την τέχνη, σε οποιαδήποτε μορφή της. Στην πράξη δεν γνωρίζω ποια είναι η αλήθεια, γνωρίζω όμως ότι η τέχνη (σε οποιαδήποτε μορφή της) μπορεί να αντέξει σε γηρατειά, αρρώστιες και τελικά στον ίδιο τον φθοροποιό χρόνο, χαρίζοντας έτσι την αθανασία στους δημιουργούς της. Στο Monuments Men μια ομάδα ανδρών προσπαθεί να διασώσει πίνακες και γλυπτά που στολίζουν την Ευρώπη, από την βαρβαρότητα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Έτσι ο Clooney αφιερώνει την πέμπτη σκηνοθετική του προσπάθεια στην ανδρεία των στρατιωτών που ξεχάστηκαν από τα επιτελεία, όχι όμως και από την ιστορία, κατασκευάζοντας τελικά μια απλουστευμένη και χωρίς το απαιτούμενο συναίσθημα ταινία. Μια ταινία που μπορεί να στέκεται με κύρος κάτω από τη σκιά της Αμερικάνικης σημαίας, μετά την προβολή της όμως, θα θέλεις να περισσότερο να ασχοληθείς με τα έργα των Ρενουάρ, Πικάσο και Βερμέερ παρά με τους διάσημους συντελεστές της. Και αυτό για κάποιους, κατόρθωμα είναι.

Ender’s Game (2013)  **1/2


Μια ταινία για την επιβίωση του ανθρώπινου είδους μέσα στο αχανές διάστημα μπορεί να κρύβει μέσα της ερωτήματα για τη φύση, την ιστορία, την φιλοσοφία και την ουσία της ύπαρξης αλλά και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο άνθρωπος τον ίδιο του τον εαυτό, σε σχέση με οτιδήποτε υπάρχει εκεί έξω.  Η κινηματογραφική εκδοχή της εκδίκησης του Ender περιέχει πολλά από τα παραπάνω, πέρα όμως από την απλουστευμένη παρουσία δεν καταφέρνει να επικοινωνήσει με τον απαιτητικό θεατή, καταφέρνει απλά να σχολιάσει. Και αυτό δεν ξέρω αν θα πρέπει να είναι αρκετό για τους νεαρούς κινηματογραφόφιλους στους οποίους κυρίως απευθύνεται.

RoboCop (2014)  ***


Σε πρώτο επίπεδο το Remake του Robocop, με το υψηλό budget της παραγωγής και τον βραζιλιάνο σκηνοθέτη José Padilha (των Επίλεκτων και των Επίλεκτων ξανά…) στην καρέκλα του σκηνοθέτη, μοιάζει μια ταινία εξαρτημένη από την αμερικάνικη αλαζονεία και την ανάγκη μιας χώρας να επενδύσει σε λίγο περισσότερο πόλεμο, με στόχο να κερδίσει λίγο περισσότερο ασφάλεια, αποκρύπτοντας όμως τον αληθινό σκοπό των ελαχίστων που είναι το οικονομικό κέρδος. Σε δεύτερο επίπεδο ο σκηνοθέτης μοιάζει να επενδύει σε μια εσωτερική μάχη ανθρώπου εναντίον μηχανής και συνείδησης εναντίον λογισμικού που γίνεται μέσα στο ίδιο σώμα, χωρίς όμως να είναι ικανός να διαχειριστεί ενδελεχώς την έκβαση αλλά και το ηθικό ερώτημα που βασιλεύει μέσα στην ιστορία. Γεγονός που θα απογοητεύσει αρκετούς, όχι όμως εκείνους που απολαμβάνουν τη φασαρία, τις σφαίρες και τα πτώματα, σε καλοφτιαγμένες και αξιοπρεπείς ταινίες αφελούς και ασυγκράτητης δράσης.

Antiviral (2012)  ***1/2


Το Antiviral του Brandon Cronenberg (γιος του David) δεν μπορείς εύκολα να το αναλύσεις. Δεν είναι καν εύκολο να το προσεγγίσεις, έτσι κρυμμένο στο underground όπου ανήκει και στο λευκό φως (της αγνότητας;) με το οποίο είναι λουσμένο. Είναι όμως πολύ εύκολο, από τη στιγμή που θα ξεπεράσεις τον σχεδόν πειραματικό του χαρακτήρα, να το αναγνωρίσεις ως μία εφιαλτική προφητεία. Εφιαλτική όχι στον τρόπο που χρησιμοποιεί τα όνειρα και τις επιθυμίες των ανθρώπων, αλλά στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται το σώμα, την συνείδηση και τελικά τον ίδιο τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο και τη τρωτή του βιολογία, χτίζοντας έτσι μια ιστορία κυτταρικών απολαύσεων και μολυσμένων ψευδαισθήσεων αλλά και αληθινών αισθήσεων του μυαλού και των άφθαρτων πόθων του sci-fi σινεφίλ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου