6/5/14

Από το Χαρτί στο Σελιλόιντ: The Tenant

Από την Ελένη Τσατσαρώνη


«Πες μου, πότε ακριβώς σταματάει ένας άνθρωπος να νομίζει αυτό που νομίζει ότι είναι;»


Υπάρχει άραγε μεμονωμένη χρονική στιγμή που συμβαίνει το «πέρασμα»,  ή η πορεία είναι σταδιακή, πλην όμως αμετάκλητη; Ο Ένοικος του Ρολάν Τοπόρ βυθίζεται στην παράνοια αυτοβούλως, χρησιμοποιεί όμως καταλυτικά και την «υποστηρικτική» αντιμετώπιση των συνανθρώπων του.

Με ιδιοποιημένο μότο του το «σκέφτομαι άρα επωφελούμαι», συνειδητοποιημένη εσωτερική κατάσταση την «προχωρημένη αποσύνθεση», βασικό στοιχείο του χαρακτήρα του «το άγχος, στο στάδιο του πανικού»,  ο συγγραφέας-ζωγράφος Ρολάν Τοπόρ παρουσιάζει τον εαυτό του  - και όχι μόνο - και ορίζει ως τη μεγαλύτερη δυστυχία «το να είναι η πραγματικότητα αυστηρά συμμορφωμένη με αυτά που ξέρω γι΄ αυτή». Συνιδρυτής και πρωτεργάτης του «Κινήματος Πανικού», μιας αντισυμβατικής καλλιτεχνικής κίνησης που εμφανίστηκε στο Παρίσι στα μέσα του ΄60,  δημοσίευσε τον Ένοικο το 1976 και γνώρισε παγκόσμια επιτυχία, ειδικά μετά τη μεταφορά του στο σινεμά από τον Ρομάν Πολάνσκι (1976).

Ο Τρελκόφσκι, ένας ήσυχος και συνεσταλμένος εργένης, νοικιάζει ένα άθλιο δυάρι στο Παρίσι της δεκαετίας του ‘70. Το διαμέρισμα υπερτιμημένο, οι όροι σκληροί (δεν επιτρέπονται επισκέψεις και κατοικίδια), οι γείτονες εχθρικοί και ο χώρος γεμάτος από τα προσωπικά αντικείμενα της προηγούμενης ενοίκου, της Σιμόνης Σόουλ (;), η οποία αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρο. Ο απομονωτισμός στον οποίο εξωθείται ο Τρελκόφσκι  και η απέλπιδα προσπάθειά του να βρει το ελάχιστο περιθώριο να «χωρέσει» κάπου - έστω και με δυσανάλογα δυσμενείς συνθήκες - τον οδηγούν σε ένα μακρύ μοναχικό ταξίδι, όπου μετά από συνεχείς παραχωρήσεις και επιτρεπόμενους (από τον ίδιο) παρεμβατισμούς στην ιδιοσυγκρασία του και την προσωπικότητά του, καταλήγει στο διχασμό και στην πλήρη ανικανότητα αυτοπροσδιορισμού. 


Ο Πολάνσκι κρατά για τον εαυτό του τον κεντρικό ρόλο (ξεκίνησε άλλωστε την καριέρα του ως ηθοποιός) και δημιουργεί έναν μοναχικό, μελαγχολικό χαρακτήρα, σε ένα άνισο - χαμένο εξ’ αρχής - παιχνίδι, αφού ακόμη και οι πρόσκαιρες προσπάθειες αντίστασης του ήρωα κάμπτονται από τις παντός είδους ασφυκτικές ενοχές, «ντρεπόταν για όλες του τις πράξεις», «…ήταν αξιομίσητος», «τα δικά του σκουπίδια ήταν τα πιο βρόμικα της πολυκατοικίας…καμία σχέση με τα αξιόλογα σκουπίδια των άλλων ενοίκων…τα αξιοσέβαστα» μέσα στις οποίες ζει ενταφιασμένος. Κινείται δε, σε έναν ζοφερό, αφιλόξενο κόσμο - ταυτόσημο με τον κόσμο που κινούνται οι καφκικοί ήρωες - μισώντας  εντέλει τον απωθητικό περίγυρο (γείτονες φοβικοί και καχύποπτοι κάνουν τα πάντα για να περιφρουρήσουν οτιδήποτε θεωρούν κεκτημένο) που τον αποξενώνει  από τον ίδιο του τον εαυτό. Ο Πολάνσκι, ταυτίζεται με τον ήρωα που «δεν είχε πια παρελθόν» (αφού έφαγε την «κατάρα» της Ρόζμαρι στο κεφάλι κι εγκατέλειψε πίσω στην Αμερική κάθε προηγούμενη ζωή) και προσπαθεί απεγνωσμένα να διαχειριστεί τις ενοχές τού ότι  «δεν ήταν όσο έπρεπε θρησκόληπτος».

Η βουτιά στο κενό της Σιμόνης Σόουλ και η βαθύτερη στη δίνη του ασυνείδητου του Τρελκόφσκι αποτελούν τη συνένωση δύο μισών προσώπων σκιαγραφημένων σε κοινό πλαίσιο. Το τέλος της διαδρομής, μεταφέρει τον ήρωα σε ένα εφιαλτικό, παραισθητικό τοπίο,  βγαλμένο από τους πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, και η  τελική σκηνή, εναποθέτει στην ασαφή φιγούρα που ασφυκτιά εγκλωβισμένη μέσα στο αξεδιάλυτο ένα και μοναδικό σώμα, το τρομακτικό, εικαστικό παραλήρημα της Κραυγής του Έντβαρντ Μουνκ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου