15/9/14

Σινεμά, Μάρκετινγκ, Κριτικοί και το Τέλος της Κριτικής

Από τον Ηλία Δημόπουλο


Υπήρχε κάποτε ένα δημοφιλές δίλημμα: Είναι τελικά το σινεμά ψυχαγωγία ή τέχνη; Στην (δική μου) πραγματικότητα ερώτημα δεν υπήρξε ποτέ. Είναι και τα δύο. Ωστόσο, όπως συχνά κάνει ένα δίλημμα αν δεν εγκλωβιστείς σε αυτό, η ερώτηση είχε και, κατά έναν θνήσκοντα τρόπο εξακολουθεί, ένα ενδιαφέρον. Βλέπεις, αν το σινεμά είναι τέχνη το «επάγγελμα» του κριτικού νομιμοποιείται. Έχει ένα ρόλο. Είναι μια εκπαιδευμένη γνώμη, διαλεκτικά ωφέλιμη. Αν όμως είναι ψυχαγωγία κανείς επαΐων, καμμιά αυθεντία δεν «δικαιούται δια να ομιλεί», που έλεγε και ο γνωστός ως εθνάρχης.

Κάποια στιγμή η εποχή, η πολιτισμική στιγμή μιας εποχής σωστότερα, που είναι και αυτή που διανύουμε σήμερα ως δυτικός πολιτισμός, αποφάνθηκε. Ίσως και γιατί αυτού του διλήμματος προηγείται ένα άλλο, εξ ίσου ενδιαφέρον: Η ταινία είναι προϊόν ή δημιουργία; Και σ’ αυτό η απάντηση της (δικής μου) πραγματικότητας είναι ίδια. Και τα δύο ασφαλώς! Ωστόσο, σε μια εποχή που το χρήμα έχει αναχθεί σε βασιλεύουσα δύναμη, η ταινία-προϊόν έχει τα σκήπτρα. Κι όταν η διάδοση ενός φιλμ γίνεται προώθηση («εκμετάλλευση», που έλεγαν παλαιότερα και εύγλωττα οι διανομείς), καταλαβαίνεις πια πως το βάρος μεταφέρεται προσεκτικά -εδώ και χρόνια- από τους κριτικούς (που υποτίθεται γράφουν περί καλλιτεχνικής σημασίας) στους μαρκετίστες (που, καθόλου δεν υποτίθεται, μιλούν περί εμπορικής δυνατότητας). Κι αν το βάρος γνωστοποίησης μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας εναπόκειται  σε ανθρώπους της οικονομικής πιάτσας, τότε ξέρεις πως ο ρόλος της κριτικής εξέπνευσε.

Το γιατί συνέβη αυτό είναι μεγάλη ιστορία. Κι αν δεν ήμουν αναρμόδιος, ο χώρος και το attention span του σημερινού αναγνώστη, πάλι δεν θα επέτρεπαν. Εντούτοις εν συντομία επιχειρώ: Έχει συμβεί μια τιτάνια προσπάθεια να μετατραπείς σε καταναλωτή για να ‘σαι ευτυχισμένος. Και είσαι πολύ ευτυχέστερος όταν ανήκεις σε μια πλειοψηφία με τα ίδια χαρακτηριστικά. Η Τέχνη – και η κριτική της, όταν επιτελείται με ευθύνη, γνώση και γοητεία – παραπέμπουν σθεναρά στο να επιχειρήσεις την ευτυχία σου μέσα από προσωπικές σχέσεις με ανθρώπους, ιδέες, αισθήσεις, περιβάλλον. Ακριβώς το αντίθετο δηλαδή από αυτό που το μάρκετινγκ, ως πανεπιστημιακά δημιουργημένος υπηρέτης του οικονομικού συστήματος, επιτάσσει. Αυτό θέλει να μαζικοποιήσει την χρήση ενός προϊόντος, ο κριτικός σε παροτρύνει να προσωποποιήσεις την σχέση με αυτό, να γίνεις ο ίδιος κριτικός των στοιχείων που απαρτίζουν το προϊόν που σου πλασάρεται. Αλλά αυτό είναι λογικό: Το μάρκετινγκ, και πολύ ορθά κάνει, χρειάζεται ένα προϊόν από το οποίο να μπορεί να αντλήσει όσα περισσότερα ενοποιητικά στοιχεία προς πώληση σ’ ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο κοινό. Και τα major στούντιο, επειδή οι σοβαροί μαρκετίστες δεν είναι τίποτα τυχοδιώκτες, κάνουν υπεύθυνα τη δουλειά τους, προσπαθεί να παράγει αυτό που μπορεί ευκολότερα να στήσει μια πωλητική στρατηγική πάνω του. Κι έτσι το σινεμά άλλαξε.

Οι κριτικοί απέτυχαν, ίσως και γιατί η ιδιοσυγκρασία του έργου τους δεν βοηθά, στο να αποδείξουν πως θα μπορούσαν ακόμα να είναι μια δύναμη που θα αποτελούσε κριτήριο εμπορικής επιτυχίας ενός έργου. Απέτυχαν γιατί κατέφυγαν σε μια αυθεντία που δεν κατείχαν, απέτυχαν γιατί δεν ήξεραν πως να διαχειριστούν την εξουσία της ακόμα και όταν την κατείχαν (κι έγιναν αντιπαθείς), απέτυχαν και γιατί «συνωμοτεί» μια ολόκληρη πολιτισμική στιγμή στο να καταστήσει την έννοια του επαΐοντος αντιπαθητική – και κατά συνέπεια άχρηστη. Μ’ άλλα λόγια, σ’ έναν κόσμο που ο καθένας αποψιολάγνα, αυτάρεσκα και τσαμπουκαλίδικα μιλάει περί παντός επιστητού και δωρεάν -αφού κανείς δεν σου ζητάει ρέστα για την κάθε μαλακία σου- ποιος είναι ο «κριτικός» που «κάνει ότι τα ξέρει όλα». Τουτέστιν, ποδοσφαιροποίηση. Όλοι βλέπουμε μπάλα, όλοι ξέρουμε και τι είναι το 3-5-2. Μας αρέσει δε μας αρέσει το θέαμα γίνεται συνώνυμο του ότι ξέρουμε και πως θα κερδίσει η ομάδα. Όλοι βλέπουμε σινεμά άρα όλοι ξέρουμε κι αν είναι καλή μια ταινία. Κι ακόμα χειρότερα, γιατί αυτό είναι ο τζάμπα τσαμπουκαδισμός, δεν μ’ ενδιαφέρει αν είναι καλή, μ’ ενδιαφέρει αν μου αρέσει. Κι ακόμα και την αρέσκειά μου δεν μ’ ενδιαφέρει να κουβεντιάσω. Έτσι το σινεμά γίνεται κάτι σαν το φαγητό και de facto επιβάλλεται η μετατροπή του (και τα στούντιο με τους μαρκετίστες τους νομιμοποιούνται φυσικά) σε προϊόν.

Έλα όμως που αν δεν τη φτιάξεις σωστά την ομάδα μέλλον δεν έχει. Έλα που και το φαΐ αν δεν είναι καλό φέρνει διάρροιες. Έτσι και το σινεμά, αν τροχοδρομηθεί λάθος, ακόμα και οι blockbusterάδες (στους οποίους ανήκω, μη νομίζεις) θα ΄ρθει ο καιρός, ήρθε ήδη, θα διαμαρτύρονται για την ποιότητα του προϊόντος τους. Αυτοί που αποτέλειωσαν την κριτική – εκτός από τους ίδιους τους κριτικούς, που ευθύνονται σε μεγάλο μέρος επαναλαμβάνω -  δρέπουν τώρα τους αθέλητους καρπούς των προσπαθειών τους. Βοήθησαν όσο μπόρεσαν στην κατεύθυνση των παραγωγών, συνέβαλαν στον περιορισμό του βασικού φιλοθεάμονος target group που πληρώνει εισιτήριο στα 15-24 και οδήγησαν τις παραγωγούς εταιρείες στον εξοστρακισμό δημιουργών και δημιουργιών που δεν εντάχθηκαν στον ευπωλητικό κανόνα. Ο κόσμος έφτιαξε ένα σινεμά αγοράς και (σχεδόν) θανάτωσε ένα σινεμά ανθρώπων. Εσύ κι εγώ δώσαμε την στρατηγική προώθησης στον marketing manager (που βλέπει ότι πρέπει να δει για να δουλέψει) αντί να την κρατήσουμε για τον εαυτό μας (που βλέπουμε όσα χρειαζόμαστε για να ζήσουμε). Αυτοί που βλέπουν και καταλαβαίνουν λιγότερο καθορίζουν για μας που βλέπουμε και καταλαβαίνουμε περισσότερα.

Κάπως έτσι η κριτική πέθανε, καιρούς τώρα, αφού οι λειτουργοί της υπήρξαν κατώτεροι των περιστάσεων και οι αναγνώστες τους διέγραψαν την λειτουργία της ανάγνωσης απ’ το καθημερινό τους διαιτολόγιο. Οι κριτικοί υπέγραψαν το κηδειόχαρτο καμμιά εικοσαετία πριν, ιδίως στην Ελλάδα για την οποία γνωρίζω περισσότερα εκ των έσω, όταν επιχειρώντας τον εκσυγχρονισμό τους κι αυτοί, μετέτρεψαν το κείμενο τους σε μια lifestyle καταγραφή μοδάτης παπαρολογίας στην οποία χώρεσαν μπάσταρδα όλη τους την υποκουλτούρα (και σ’ αυτό διαφέρουν από την τίμια υποκουλτούρα ενός μαρκετίστα) της επιθετολογίας και του εξυπνακισμού, παντρεμένη με την δήθεν πειθώ ενός ειδικού της αγοράς που ξέρει τι πρέπει να πας να δεις. Κάπως έτσι οι κριτικοί σας σήμερα είναι ανυπόληπτα παιδάκια (25 ή 65 ετών) που φωτίζονται από τα κινητά τους την ώρα της προβολής και πασαλείβουν κείμενα ελεύθερα βασικών γνώσεων σινεμά ή ορθογραφίας. Και καλά κάνετε που δεν τους διαβάζετε και καλά χαίρεστε για την εξάλειψη ενός επαγγέλματος. Λογαριάστε μόνο τη ζωή και τις ενοχές σας όμως, γιατί η ζωή δεν υπήρξε ποτέ μόνο βιοπορισμός (και το λέω εγώ που βγάζω λιγότερα απ’ τους περισσότερούς σας) και η τέχνη, ως αυτό που ένας διπλανός σου σκέφτηκε κι ένοιωσε, ήταν πάντοτε αρωγός προς κάτι χειροπιαστά καλύτερο για την καθημερινότητά σας.     

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου