30/9/14

Εκλεκτικές Συγγένειες: Ταξιτζής / Κόκκινο Χρυσάφι

Από τον Παναγιώτη Μπούγια


Ο Ταξιτζής (Taxi Driver, 1976)
Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε
Παίζουν: Ρόμπερτ Ντε Νίρο, Τζόντι Φόστερ, Σύμπιλ Σέπερντ
113, 1.85:1

Κόκκινο Χρυσάφι (Talaye sorkh /Crimson Gold, 2003)
Σκηνοθεσία: Τζαφάρ Παναχί
Παίζουν: Χοσέϊν Εμαντεντίν, Καμιάρ Σεϊσί, Αζίτα Ραγιεζί
95’, 1.66:1


«Κάποια μέρα μια αληθινή βροχή θα έρθει και θα ξεπλύνει όλον αυτόν τον οχετό απ’ τους δρόμους». Το απόσπασμα απ’ το Αποκαλυπτικό voice-over του Τράβις Μπικλ είναι η πεμπτουσία ενός βρώμικου, προκλητικού, δίχως ίχνος διδακτισμού ψυχοδράματος. Από αυτά που μια φορά γίνονται στο σινεμά. Μοναχικός βετεράνος που ταλαιπωρείται από αϋπνία, περιπλανιέται στους υγρούς δρόμους της νυχτερινής Νέας Υόρκης μέσα σε κίτρινο μεταλλικό φέρετρο με τέσσερις τροχούς και διασταυρώνεται με όλη τη σαπίλα της πόλης. Το μετατραυματικό σύνδρομο που καραδοκεί στο ταραγμένο του μυαλό τον οδηγεί να αναλάβει καθαρτήρια αποστολή. Ενοχλητικό, εν τούτοις μαγευτικό, το ταξίδι του τελευταίου αποτελεί μια βαθειά εξερεύνηση του τέλματος που παραμονεύει στις εσχατιές του αμερικάνικου συλλογικού ασυνείδητου.

Στο δρόμο του, τα δύο αντιθετικά σχήματα του φαντασιακού του: η φανταχτερή ξανθιά πολιτική ακτιβίστρια (ενσάρκωση του αμερικανικού ονείρου και της απρόσιτης ψυχρότητας) και η ανήλικη πόρνη (αθώα και πρόστυχη συνάμα), που  αντιπροσωπεύει το εφήμερο μιας βαριεστημένης νεότητας. Διώχνει τη μια μακριά του (πηγαίνοντας την πρώτο ραντεβού σε πορνοσινεμά) και παρουσιάζεται ως «σωτήρας» της άλλης, έστω κι αν εκείνη δεν θέλει να σωθεί. Απέναντί του o γερουσιαστής-εργοδότης της πρώτης και ο νταβατζής της δεύτερης.  Και επειδή οι κρατούντες δεν είναι εύκολος στόχος, όλα θα τελειώσουν με το μακελειό σε ένα φθηνό μπουρδέλο. Τη στιγμή που οι θεατές βλέπουν τον ήρωα να εξασκείται στην οπλοχρησία, προβάροντας στον καθρέφτη το περίφημο «You talkinto me?», έχουν ήδη συνταχθεί με τον επικείμενο εφιάλτη που θα ακολουθήσει στις τελευταίες σκηνές - με τη χρωματική παλέτα της σέπιας να θυμίζει αποχρώσεις ενός αιματοβαμμένου δειλινού που διαθλάται σαν το «Κόκκινο Χρυσάφι»  του Παναχί.

Ληθαργικό, ονειρικό στυλιζάρισμα ενώσο οι βαριές σκιές της φωτογραφίας του Μάικλ Τσάπμαν και το αμαρτωλά ατμοσφαιρικό (σε τέλειο κοντράστ με τη «σκληρή» εικόνα της πόλης) σκορ του Μπέρναρντ Χέρμαν φέρνουν μια αλχημική μέθη. Μπροστά στην κάμερα, ο Ντε Νίρο ζωντανεύει μοναδικά το σεναριακό όραμα του Πολ Σρέϊντερ για μια χαμένη ψυχή που αδυνατεί να διακρίνει τον ιδεαλισμό από την παραφροσύνη. Ο «Ταξιτζής» είναι η αγωνιώδης κραυγή μια κοινωνίας σε απεγνωσμένη αναζήτηση λύτρωσης, φιλτραρισμένη μέσα από την διαστρεβλωμένη κοσμοθεωρία κάποιου εκτοπισμένου απ’ την ίδια κοινωνία, οι χειρισμοί της οποίας τον οδήγησαν σε έναν πόλεμο στον οποίο μπορεί να μην έχασε τελικά τη ζωή του, αλλά συμβιβάστηκε χάνοντας το μυαλό του.



Στον αντίποδα, το φιλμ του Παναχί αρχίζει με μια ένοπλη ληστεία, γεγονός που αιχμαλωτίζεται σε ένα ακίνητο πλάνο σαν από κάμερα ασφαλείας, αν και έχει στηθεί με όρους καλλιτεχνικούς. Το έγκλημα κοινότοπο. Όμως ερασιτεχνικό και κακότεχνα εκτελεσμένο. Αποτέλεσμα, ένας φόνος. Και μια αλληγορία, που εκκινεί από το… τέλος, εκεί όπου ο ήρωας, ένας μοναχικός διανομέας πίτσας και βετεράνος του ιρανο-ιρακινού πολέμου, αυτοπυροβολείται! Το φιλμ δεν αποφεύγει τελείως τον διδακτισμό καθώς περιγράφει τη σκληρότητα και την αδικία σε μια κοινωνία έντονα πολωμένη από τις ταξικές αντιθέσεις. Ακόμα κι έτσι όμως, εξισορροπεί και με το παραπάνω χάρη στη λεπτότητα της κινηματογραφικής μεθόδου και την ανέκφραστη φιγούρα του πρωταγωνιστή του, ενός παχύσαρκου κι αργοκίνητου τύπου που μιλάει μπερδεμένα, αποτέλεσμα ενδεχομένως της μετατραυματικής φαρμακευτικής αγωγής που ακολουθεί…

Η νυχτερινή δουλειά του τον φέρνει επανειλημμένα στο κατώφλι της δυτικότροπης αστικής τάξης της πόλης (η πίτσα ως σύμβολο μοντερνισμού και διαβρωτικών συνηθειών), που συχνά του συμπεριφέρεται σαν να’ ναι αόρατος! Ο μεγαλύτερος εξευτελισμός θα έρθει σε ένα κοσμηματοπωλείο, όπου οι πλούσιοι πελάτες αντιμετωπίζονται με δουλοπρεπή ευγένεια, ενώ ο ίδιος με συγκαταβατική ψυχρότητα και εν τέλει, με αποπομπή. Η ιστορία, ειπωμένη σαν ένα μακρύ, αργόσυρτο φλασμπάκ, ξεδιπλώνει τα γεγονότα που σταδιακά συνθλίβουν αυτόν τον άνθρωπο και τον καταβυθίζουν σε μια αναπότρεπτη πορεία προς το σημείο χωρίς επιστροφή. Μια νουάρ ιστορία με  αριστοτεχνική ατμόσφαιρα και πληθώρα σκηνών που λαμβάνουν χώρα τη νύχτα, με τους χαρακτήρες να αναδύονται μέσα απ τις σκιές, σαν ένα επιδέξιο σχόλιο για τις ζωές τους. Και μια σεκάνς τόσο στοιχειωτική και περίεργη, που μετατρέπει το φιλμ σε κάτι πολύ πιο αδιαφανές και συνταρακτικό απ’ το κοινωνικό-ρεαλιστικό δράμα που φαντάζει εκ πρώτης: μια νυχτερινή συνάντηση σε ένα χλιδάτο ρετιρέ, που θα επιτρέψει στον ήρωα να γευτεί - έστω για λίγο - την πολυτέλεια της ζωής που ονειρεύεται, η οποία χρωματίζεται από μια αινιγματική αίσθηση κινδύνου και αβεβαιότητας που ποτέ δεν διαλύεται ολοκληρωτικά και που αλλάζει την αντίληψη του θεατή για όσα συνέβησαν μέχρι τότε και όσα θα συμβούν στη συνέχεια…

Λιτή σκιαγράφηση, ρεαλιστικός τόνος, σφιχτά κάδρα, ερμηνείες που συναρπάζουν και μεγάλες σε έκταση σκηνές που αναδεικνύουν τη ματιά ενός σκηνοθέτη που ξέρει να ανακατεύει την αισθητική του δυτικού σινεμά με την ιδιαίτερη κινηματογραφία της πατρίδας του. Το επιμελημένο σενάριο του Αμπάς Κιαροστάμι (από μια αληθινή ιστορία) διαθέτει όλη την αμεσότητα που ο ίδιος αποφεύγει στις δικές του ελισσόμενες και σκόπιμα ασαφείς ταινίες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου