1/10/14

Ντέιβιντ Φίντσερ

Από την Ομάδα του Nostromo




Με αφορμή το επερχόμενο αριστούργημά του ("Το Κορίτσι που Εξαφανίστηκε"), στήνουμε συλλογικά τούτο εδώ το αφιέρωμα για έναν κορυφαίο εκ των σκηνοθετών, κάποιον που αποτυπώνει σε όλες τις ταινίες του τα σημάδια του καιρού του, αν όχι και αυτά του καιρού που είναι να 'ρθει. 
Γνώστης της σύγχρονης κοινωνιοπάθειας, αρνητής της ύπαρξης Θεών αλλά και γοητευμένος από τον αποκρυφισμό, αψεγάδιαστος αφηγητής πολυσύνθετων ιστοριών, επιδιδόμενος συχνά σε νοσηρά παιχνίδια εις βάρος της φαντασμένης πλευράς της ανθρωπότητας, ένας χειρουργικής ακρίβειας και απαράμιλλης σαγήνης δημιουργός. 
Ξεκίνησε ως βιντεοκλιπάς (Madonna, The Rolling Stones, Michael Jackson, Sting, Aerosmith, George Michael) για να μεταβεί στη συνέχεια στο σινεμά -περνώντας για πολύ λίγο από την τηλεόραση. Χωρίς Όσκαρ σκηνοθεσίας ακόμη, παρά μόνο δύο υποψηφιότητες, αλλά ποιος νοιάζεται πραγματικά. Άλλωστε, γνωστό το παράδειγμα των Χίτσκοκ και Κιούμπρικ που δεν απέσπασαν ποτέ το βραβείο. 
Μία ημέρα, λοιπόν, πριν το πολυαναμενόμενο νέο του χτύπημα, γυρίζουμε το χρόνο πίσω, ξαναβλέπουμε τις εννέα μεγάλου μήκους ταινίες του και γράφουμε για αυτές.
Καλή απόλαυση!
Ι.Μ.Λ.


Alien3 (1992)

 “You’ve been in my life so long, I don’t remember anything else.”


Το τρίτο Alien είναι ένα προβληματικό αλλά αδυσώπητο αριστούργημα χωρίς ίχνος συμπόνιας για την ανθρωπότητα. Από την τραγική μοναξιά της Ripley (που εδώ εδραιώνεται και την κατακλύζει ψυχικά) μέχρι τον θάνατο του «ξένου» (μετουσιωμένου τόσο στον εξωγήινο όσο και στην ίδια την πρωταγωνίστρια), ο άνθρωπος τοποθετείται σε ένα σκοτεινό, κλειστοφοβικό και τεχνολογικά παρηκμασμένο (αφού οποιαδήποτε τεχνολογία έχει καταρρεύσει) πλανήτη φυλακή, αντιμέτωπος με μια αχόρταγη μορφή Κακού που ήρθε από τους ουρανούς και έπεσε σε αυτή την ξεχασμένη κοινωνία εξόριστων και αμαρτωλών. Βιαστές, δολοφόνοι και παιδεραστές αναζητούν το δρόμο του Θεού κι αντί αυτού ανακαλύπτουν την προσωπική τους νέμεση σε αυτό το αιματοβαμμένο και βαθιά δυσοίωνο κινηματογραφικό ντεμπούτο του Fincher, το οποίο ρημάζει την ελπίδα, ασπάζεται την απόγνωση και τελικά κηδεύει την όποια έννοια ψυχικής συγχώρεσης, από το χώμα που αγγίζουμε, μέχρι τα αχαρτογράφητα πέρατα του διαστήματος (και του πνεύματος).
Χρήστος Ζαφειριάδης


SE7EN (1995)


Εξαιρετικά απλό στην κατασκευή του μα πολυεπίπεδο στα νοήματά του, το Se7en προσφέρεται σε (τουλάχιστον) τρεις διαφορετικές αναγνώσεις. Η πρώτη, ενδοκινηματογραφική: ο Fincher οδηγεί το φιλμ νουάρ στο απόλυτο έρεβος, τώρα που η θηλυκή ετερότητα έχει πια δαμαστεί κι η απειλή μοιάζει ανατριχιαστικά ανεξήγητη. Η δεύτερη, και διασημότερη όλων, θεολογική: ο Somerset του Freeman ως παραιτημένος Θεός βρίσκεται παρά τη θέλησή του αντιμέτωπος με τον διάβολο (Spacey), με τα ανθρώπινα πιόνια (σαν το Mills του Pitt) να πέφτουν σαν ερείπια νικημένα στην ματωμένη αρένα. Η τρίτη, αφόρητα παραγνωρισμένη για τον υπογράφοντα, κοινωνικοπολιτική: το Se7en είναι μια ζοφερή καταδίκη της παθητικότητας (βλέπε τα ματωμένα μάτια σε μια φωτογραφία ή την απόλυτα ειρωνική αυτοπαράδοση του δολοφόνου) και της έλλειψης παιδείας (η σκηνή του πόκερ στη βιβλιοθήκη ή το αστείο με τον αναποδογυρισμένο πίνακα που διαφεύγει επιμελώς των επιθεωρητών), χαρακτηριστικά που οδηγούν αναπόφευκτα τον αστικό μας πολιτισμό προς μια παρακμή ανεπίστρεπτη. Διόλου τυχαία, η τελική πράξη απαιτεί την έξοδο από το λαβύρινθο της πόλης, προς το φως της ερήμου,  κατ’ εντολή του ιεροκήρυκα της πτώσης μας, Jon Doe: «δεν είναι ο διάβολος, απλά ένας άνθρωπος». Σαν όλους μας.
Αχιλλέας Παπακωνσταντής


Το Παιχνίδι (The Game, 1997)


Ατμόσφαιρα πυκνή και βαριά, με μια μελαγχολικά σκοτεινή αίσθηση γεγονότων που καθοδηγούνται από ένα αόρατο χέρι. Το «Παιχνίδι» θυμίζει τον χειρότερο εφιάλτη ενός control freak ή πώς είναι να χάνεις τον έλεγχο των πάντων, βουλιάζοντας μέσα στο δίχτυ ασφαλείας των δικών σου αντιλήψεων.
Διαθέτει τη δυναμική και την τροχιά ενός video game. Επαναλαμβανόμενη έξαψη, καταδίωξη σε διαρκώς μεταβαλλόμενο σκηνικό και απειλή που ξεπηδά απ’ το πουθενά, με το «White Rabbit» να σκορπά μουσικά ρίγη.
Η αυθαιρεσία του γίνεται σταδιακά ξεκάθαρη. Είναι όμως αυτή η ύπουλη επίγνωση του παραλογισμού του, που του επιτρέπει τελικά να τη «σκαπουλάρει». Αν αναστείλεις τη δυσπιστία σου, σου προσφέρεται μια αγωνιώδης και απρόβλεπτη διαδρομή  που, ξεδιπλώνεται με τη δομή Κινέζικου Κουτιού, με αύρα γιάπικου dread και όρους Καφκικής παράνοιας, σαν μεταμοντέρνα εκδοχή του «Πνεύματος των Χριστουγέννων» με τον Γκόρντον Γκέκο του Wall Street σε ρόλο Εμπενίζερ Σκρουτζ.
Η αντιμετώπιση από τον Φίντσερ της φόρμας ως παιχνίδι, περικλείει το σπόρο της μελλοντικής καταστροφής ενός πολύ αγαπημένου κινηματογραφικού είδους: του νουάρ! Κι ίσως αυτό να εξηγεί και την επιφυλακτική αντιμετώπιση του φιλμ από μεγάλη μερίδα του κοινού. Σχεδόν ξεχασμένο σήμερα… 
Παναγιώτης Μπούγιας


Fight Club (1999)


Καταναλωτισμός, αλλοτρίωση, σχιζοφρένεια, αστική φρίκη κι ο φασισμός –με φερετζέ εξέγερσης- που πλασάρεται σαν αντίδοτο για τη σήψη του συστήματος. Το Fight Club είναι μια ταινία για την εποχή μας, περισσότερο απ’ ό,τι ήταν για τη δική της. Δεν είναι η ψευδοεπαναστατικότητά του που το καθιστά τόσο σημαντικό (άλλωστε ο Fincher κοροϊδεύει τον «στρατό» των ανεγκέφαλων μπρατσαράδων του Durden και τον αστείο ιδεολογικό αχταρμά τους που ακροβατεί μεταξύ μιλιταρισμού και αναρχίας), κι ας ήταν πολλοί αυτοί που παρασύρθηκαν απ’ τον επιτηδευμένο αντικομφορμισμό του και το ανακήρυξαν μανιφέστο μιας υποτιθέμενης generation-x που έβρισκε φωνή και μηδενιστική απόλαυση στα λογύδρια του Brad Pitt. Στην πραγματικότητα το -αδιαπραγμάτευτα ειρωνικό απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή εθελούσια τύφλωσης- έργο του  Fincher, φλέγεται από μια τάση αμφισβήτησης, τόσο νιτσεϊκή, που αποδομεί από μόνο του κάθε είδους «μήνυμα», πριν καν αυτό αποσταλεί προς τον οποιοδήποτε αποδέκτη. Φρενήρες σε όλα του, αυτό εδώ είναι ένα φιλμ-μύθος, και δικαίως.
Γιάννης Σμοΐλης


Δωμάτιο Πανικού (Panic Room, 2002)


Εμφανώς μια απόδειξη βιρτουοζιτέ, το Panic Room είναι ακόμα περισσότερο μια ταινία πάνω στον εγκλεισμό και ευρύτερα τον υπαρξιακό εγκλωβισμό.
Χωρίς να το περιμένεις, αυτό είναι ένα αντιεπεκτατικό έργο για ιθαγενείς-θύματα ή σκέτο θύματα (η Φόστερ, ο -μαύρος- Γουΐτακερ) παγιδευμένους παντοιοτρόπως στους «αποικιοκράτες» Αμερικάνους. Είτε αυτοί έχουν τη μορφή των άλλων δύο ληστών ή, κυρίως, ενός ολάκερου σπιτιού που σαν τη μύγα μες το γάλα ξεχωρίζει αποικιοκρατικά στην καρδιά της Νέας Υόρκης.
Κι αν για τους μεν «αθώους» Αμερικάνους το τίμημα θα είναι η με κάμποσες απώλειες ελευθερία – αλλά μακριά απ’ το Σπίτι-σύμβολο της αποικιοκρατίας τους – για τον μαύρο θα είναι η καταδίκη της αποτυχίας, αν και με δεδομένο τον εξωραϊσμό του στα μάτια των θεατών.
Πανέξυπνο, καλά κρυμμένο από αδιάκριτα μάτια και αδιάβροχο σε επιπόλαιους σινεφίλ, το Panic Room είναι ένα τέλειο παιχνίδι στα χέρια του ασκούμενου Φίντσερ, με αρκετές σεναριακές βλέψεις και σκηνοθετική υπηρεσία να ειδωθεί σαν κάτι χαριτωμένα μεγαλύτερο.
Ηλίας Δημόπουλος


Zodiac (2007)


Ο Φίντσερ μιλά για τον καιρό του. Ναι, ακόμα και σε φιλμ όπως το Panic Room και το The Game, που σε πρώτη ανάγνωση παραπέμπουν σε απλές ασκήσεις ύφους. Στο Zodiac οι τραγικοί ήρωες αναζητούν τον δολοφόνο στα 70's. O Φίντσερ όμως αναφέρεται στο δράμα του ανθρώπου στην εποχή της πληροφορίας. Όπου η ποιότητα της πληροφορίας αντικαθίσταται από την ποσότητα, όπου η κατάκτηση της πληροφορίας γίνεται αυτοσκοπός σε σημείο που τελικά να χαθεί ο αρχικός στόχος, αν ποτέ υπήρξε. Άνθρωποι ατελείς  από την φύση μας, να αναζητούμε μέσω της υπερπληροφόρησης μια αίσθηση πληρότητας -και πλήρωσης-, που δεν έρχεται ποτέ. Κι έτσι θα στήσουμε ένα παραμύθι στο οποίο κοιτάξαμε στα μάτια εκείνο που κυνηγούσαμε, για να μερώσουμε τον πόνο του κενού, για να μπορέσουμε να βγάλουμε το βράδυ. Αν υπάρχει Θεός, κάπου γελάει σαδιστικά μαζί μας.
Γιάννης Βασιλείου


Η Απίστευτη Ιστορία του Μπένζαμιν Μπάτον (The Curious Case of Benjamin Button, 2008)


Η πιο διαφορετική στη φιλμογραφία του, από μία άποψη. Η μόνη που παραπέμπει (μερικώς) στο συναίσθημα· με παραμυθένιο ύφος και ένα, συχνά αδιόρατο, στοργικό άγγιγμα. Σίγουρα, όμως, αναγνωρίζεις θεματικές που απασχολούν διαχρονικά τον Φίντσερ. 
Η απέραντη μοναξιά του αλλόκοτα διαφορετικού, μέσα σε έναν κόσμο ανεξήγητο όπου οι άνθρωποι, εγκαταλελειμμένοι και κατά βάθος απελπισμένοι, ψάχνουν παρηγοριά για την ύπαρξη και τη φθορά τους στα πιο απατηλά μέρη –εδώ, σε εκκλησίες, μπουρδέλα, στο ανεξάντλητο της θάλασσας ή το ακόρεστο της δόξας. Όμως, ο αξιαγάπητος Μπέντζαμιν, που ακολουθεί την πορεία ζωής του Κρόνου (όπως την πρωτοσυνέλαβε ο Πλάτων στον «Πολιτικό» του), μετέγραψε τη φυσιογνωμική του δυσαρμονία σε πρώιμη σοφία και αφού συμφιλιώθηκε από νωρίς με τη μοίρα του, έσκυψε να αδράξει όσες ευκαιρίες αντιλήφθηκε, για μιαν αξιοπρεπή ζωή στα περιθώρια που του έλαχαν.
Ακόμη, όμως, κι αν η ιδέα του προσωπικού «γραφτού» είναι κυρίαρχη στην ιστορία του (αρκεί αυτή η εκπληκτική -συλλήψεως και εκτέλεσης- σκηνή του ατυχήματος της Ντέιζι, για να σε πείσει), δεν πρέπει ποτέ να λησμονούμε πως, όσο διαφορετικοί κι αν δείχνουμε, όλοι βαδίζουμε προς το εξακριβωμένο. 
Να ομορφαίνουμε τουλάχιστον τη διαδρομή, στο μέτρο που μας αναλογεί.
Ιωάννης ‘Moody’ Λαζάρου


Social Network (2010)


Από τη στιγμή που ο Φίντσερ αλλάζει το σινεμά του (Zodiac) και εστιάζει τη ματιά του στην ιστοριογράφηση νευρώνων του δυτικού πολιτισμού έχει αναβαθμιστεί σ’ ένα επίπεδο υπαρξισμού, εν μέσω κοινωνικού κυκλώνα, που ελάχιστοι, αν κάποιος, μπορούν να παρουσιάσουν σε τέτοια σινεματική κλάση. Αισθητικά, τα τελευταία χρόνια ο Ντέϊβιντ Φίντσερ είναι πιθανά και ο πιο φορμαρισμένος και ο πιο σημαντικός Αμερικάνος σκηνοθέτης.
Το Social Network συλλαμβάνει μ’ ένα σμπάρο τη στιγμή που η μεσαία τάξη αντιλαμβάνεται τον τρόπο που θα επαναστατήσει κι έτσι θα εκθρονίσει την καθεστώσα πλουτοκρατία (μέσω της τεχνολογίας) αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ο μαγεμένος εσωτερικός μας καπιταλισμός (η ανάγκη για όλο και παραπάνω) φαντασιώθηκε μια σεξουαλική επιτυχία και κατέληξε στην κατασκευή ενός μέσου (του fb) που από τη μια διασφάλισε την συνεχιζόμενη μέθη των μαζών (αντίο επανάσταση) αλλά και τον ολοκαίνουργιο ανθρωπότυπο που μετετράπη σ’ αυτό που με τη βούλα πια (το fb) δεν θα μπορέσει να απαντήσει στα ακριβώς ίδια με πριν ανθρώπινα ερωτήματα.
Αριστούργημα.
Ηλίας Δημόπουλος
  

Το Κορίτσι με το Τατουάζ (The Girl with the Dragon Tattoo, 2011)


Όλοι εδώ μέσα αγαπάμε τον Φίντσερ. Ένα το κρατούμενο. Και το Κορίτσι με το τατουάζ, νομίζω, δεν βρίσκεται στους αντίποδες του αναμενόμενου και του αποδεκτού, για το δικό του σινεμά. Ο λόγος που, προσωπικά, κρατώ μέσα μου την δική του εκδοχή λίγο πιο σφιχτά από εκείνη του Νιλς Άρντεν Όπλεβ είναι άλλος.
Ο Φίντσερ μπάζει κάτω απ' το δέρμα της ταινίας - πλημμυρισμένης, σχεδόν πνιγμένης, στις πληροφορίες - έναν σφυγμό που έρχεται στην επιφάνεια άλλοτε με βραδείς, κυκλικούς ρυθμούς και άλλοτε με μια σαρωτικά βίαιη και επώδυνη ορμή.
Και o σφυγμός αυτός απαιτεί την προσωπική προσχώρηση σε έναν χώρο όπου η ελευθερία μοιάζει δώρο και κατάρα, η θέληση δεν είναι ισχυρότερη από τις αδυναμίες και όλα ομού καταλήγουν στο χρονογράφημα του ανολοκλήρωτου και κατακερματισμένου ειδώλου μιας εποχής η οποία, χωρίς να κοιτάζεται σε κανέναν καθρέφτη, βρίσκει εκεί το αμυδρό και διαφεύγον σχήμα ενός προσώπου που ενδέχεται αναμφίβολα και προκλητικά να είναι το άλλο δικό μας.
Γιώργος Παυλίδης

1 σχόλιο:

  1. Το Alien3 είναι πολύ παρεξηγημένο κι υποτιμημένο.

    Αναμφισβήτητα ο Κιούμπρικ της εποχής μας (ο οποίος τυχαίνει να είναι και ο αγαπημένος μου σκηνοθέτης οπότε ένας λόγος παραπάνω για να είμαι πιο προσεκτικός σε αυτό που λέω).

    ΑπάντησηΔιαγραφή