20/10/14

Nostromo Home Cinema 22

Enemy (Ο Άνθρωπος Αντίγραφο, 2013) ****
από τον Γιάννη Σμοΐλη

Σκηνοθεσία: Ντενί Βιλνέβ
Πρωταγωνιστούν: Τζέικ Τζίλενχαλ, Μελανί Λοράν, Σάρα Γκάντον
90’, 2.35 : 1


Κάποιοι σκηνοθέτες χρειάζονται μια ταινία μόνο, για να τραβήξουν την προσοχή σου. Στην περίπτωση του Βιλνέβ, αυτή η ταινία ήταν το φοβερό και τρομερό «Prisoners». Το «Enemy» γυρίστηκε πριν το «Prisoners» αλλά προβλήθηκε αργότερα. Σοφή κίνηση. Έτσι ο Βιλνέβ κέρδισε την εμπιστοσύνη του κοινού πριν το πετάξει σ’ αυτόν τον ανατριχιαστικό λαβύρινθο του υποσυνείδητου στον οποίο (υπό άλλες συνθήκες κι αν δεν τον είχε γνωρίσει με ένα φιλμ τόσο ακαταμάχητο όσο το «Prisoners»), το ίδιο κοινό ίσως και να δίσταζε να τον ακολουθήσει.

Εδώ έχουμε να κάνουμε μ’ ένα πολύ πιο περίπλοκο, δυσεπίλυτο φιλμ. Είτε πρόκειται για τον απωθημένο εφιάλτη του αρσενικού που αντιστέκεται με όλες του τις δυνάμεις στη δέσμευση και τις βαριές ευθύνες που σχετίζονται με τον έγγαμο βίο, την ιδέα της οικογένειας ή μια περιοριστική, αναπόφευκτη μονογαμία (έχουμε να κάνουμε με την ανάποδη του προβληματισμού που διέσχιζε το κιουμπρικικό «Eyes Wide Shut»), είτε για την δυσοίωνη μοίρα του υποκειμένου στις σύγχρονες, κεκαλυμμένα δικτατορικές, κοινωνίες της αστικής απομόνωσης, αυτή εδώ είναι μια ταινία μεγάλου σημειολογικού ενδιαφέροντος και τεράστιας αισθητικής δύναμης.

Από την άψογη κινηματογράφηση των χώρων (το «Enemy» είναι, πρωτίστως, ένα αστικό ψυχόδραμα κι ο Βιλνέβ κάνει τα πάντα για να μας υποβάλλει την ιδέα της «εξαφάνισης» του όντος μέσα στο τσιμεντένιο τοπίο της μεγαλούπολης, το διάστικτο από επιβλητικά, απροσδιόριστα τρομακτικά, κτήρια που κινηματογραφούνται από ψηλά για να θυμίζουν απάνθρωπες, προπολιτισμικές θεότητες), μέχρι την «κιτρινίλα» της καταπληκτικής φωτογραφίας, τις σημαίνουσες ερμηνείες (ο Τζίλενχαλ είναι συγκλονιστικός στον μινιμαλισμό του) και το απειλητικό soundtrack –ιδιαίτερα όταν τα πράγματα μοιάζουν φυσιολογικά ή μάλλον κόντρα σε κάθε ψευδαίσθηση ομαλότητας-  όλα  επιστρατεύονται για να δώσουν μια πνιγηρή αίσθηση εγκατάλειψης (αυτό που έχει εγκαταλειφθεί είναι, βέβαια, ο ίδιος ο άνθρωπος με το δικαίωμά του για ελευθερία, δημιουργικότητα και δράση) και υφέρποντος παραλογισμού. Άλλοι θέλουν να δουν στα μυστηριώδη πλάνα του τον ιστό της εξουσίας να εξυφαίνεται, ερήμην των ηρώων και να τους τυλίγει στην επανάληψη μιας άτονης καθημερινότητας, άλλοι τις υπόγειες μεταμορφώσεις μιας νοσηρής συνείδησης που πασχίζει να αναδιαμορφώσει το πραγματικό προκειμένου να μπορέσει να το διαχειριστεί κι άλλοι τους συμβολικούς μηχανισμούς εξομοίωσης ενός ολοκληρωτικού συστήματος που καταργεί την ατομικότητα, με τη μορφή μιας πολανσκικής άσκησης στην υπαρξιακή αγωνία.

Ό,τι κι αν συμβαίνει, το «Enemy» είναι ένα θεσπέσιο φιλμ- αίνιγμα, της καλύτερης λυντσικής παράδοσης, που προκαλεί ερωτήματα και γεννά ερμηνείες, δοκιμάζοντας την καταπιεστική τάση μας για οργάνωση του κόσμου μέσα σε λογικά σχήματα. Προσπάθησε να το καταλάβεις (αν μη τι άλλο είναι μια δημιουργική διαδικασία) αλλά μην ξεχνάς ότι το βασικό είναι να αφεθείς και να το βιώσεις. Άλλωστε πρόκειται για σινεμά, και το σινεμά είναι η τέχνη των ονείρων: πιο πολύ απ’ την εξήγηση μετράει η ίδια η εμπειρία.


Playtime (1967) *****
από τον Ηλία Δημόπουλο


Όπως λέει και το ρητό υπάρχουν σκηνοθέτες που βλέπουν τον κόσμο και σκηνοθέτες που τον δημιουργούν. Ο Τατί είναι ένας από τους δεύτερους. Γι’ αυτό και το επιστέγασμα του έργου του, το ηγεμονικό Playtime, δεν μπορεί παρά να μοιάζει και να είναι πιο κλασσικό κι από έναν Ραφαέλο, πιο μοντέρνο κι από την επιτηδευμένη κουτουράδα καθενός τυχαίου μεταμοντερνιστή. Στο σινεμά Playtime δραστηριοποιείται ένα καθρέφτισμα κόσμου, απαλλαγμένο από το make up ανθρωποειδών που περνάνε γι’ ανθρώπους και εντατικά τονισμένο με όσα συνθέτουν την (πιθανά) τελευταία φάση της βιομηχανικής επανάστασης που κάπου εκεί στο ‘60 άρχισε με επιμέλεια να μας αποκτηνώνει.
Στο βλέμμα του Τατί υπάρχει αναπόσπαστη η πρόταση αλλαγής (είναι ο…τίτλος του έργου), το ίδιο και ο κωμικός του ανθρωπισμός, τι θα κρατήσει ο καθένας ο Θεός κι η ψυχή του.


La dolce vita (1960) ****
από τον Χρήστο Ζαφειριάδη 


Η Dolce Vita είναι ένα τέρας. Ένα κινηματογραφικό τέρας στα μάτια του οποίου αντανακλάται η Ομορφιά της κοσμικής Ρώμης και η λαχτάρα των ανθρώπων της για ζωή. Είναι οι άνθρωποι του night club, του καμπαρέ και των φωτορεπόρτερ, συναισθηματικά καθάρματα και γυναίκες απ’ όλες τις φυλές, αριστοκράτες οι οποίοι περιφέρονται σα να ‘ναι Θεοί (ή ακόμα και Διάβολοι), αναζητώντας την διέγερση σε ό,τι τους κάνει να νιώθουν ζωντανοί (σαν τους τρελούς που ζούνε σε ένα όνειρο εκτός πραγματικότητας). Στη Γλυκιά Ζωή ο Φελίνι αφηγείται (τις) ιστορίες της Ρώμης που αρχίζουν τη στιγμή που ο άνθρωπος κατέκτησε τον πολιτισμό, φιλτράρονται μέσα από μια εκλεκτική απόγνωση, για να καταλήξουν τελικά στην αυγή μιας (και κάθε) επόμενη μέρας, κάτω από τις ακτίνες ενός ήλιου που κανείς μας δεν μπορεί να κρυφτεί.


Krull (1983) ***1/2
από τον Χ.Ζ.


Αν ήσουν παιδί τη δεκαετία του ‘80 και είδες το Krull τότε, δεν το ξέχασες ποτέ. Ο χρόνος δεν μπόρεσε να σβήσει απ’ τη μνήμη όσα αυτή η ταινία μαρτυρούσε για τα παραμύθια. Τα επικά παραμύθια που μιλούσαν για προφήτες, ιππότες και ερωτευμένους πρίγκηπες που πολεμούσαν σφαγείς και τέρατα από άλλους κόσμους γι’ αυτήν που αγαπάνε. Για την ανδρεία και την περηφάνια των ξενιτεμένων που βαφτίστηκαν πολεμιστές και χύθηκαν στο πόλεμο, προσπαθώντας να σώσουνε τον κόσμο τους από ένα κακό που ήρθε από το διάστημα για να τους κατακτήσει. Μπορεί ο Peter Yates να δανείστηκε στοιχεία από την λογοτεχνία του φανταστικού αλλά και ταινίες της εποχής του (Conan, Star Wars, Indiana Jones, Excalibur), το Krull όμως, ακόμα κι αν λίγο μοιάζει γερασμένο, έχει καταφέρει να παραμείνει όμορφο, διαθέτοντας κάτι το απροσδιόριστα μαγικό που το μετατρέπει αυτόματα σε κλασικό. Με τη φαντασία του θεατή να παραμένει ακόμα και σήμερα σε μια υπέροχη διέγερση.


Night Moves (2013) ***
από τον Χ.Ζ. 


Βραδυκίνητη, σκοτεινή κι επιφανειακά αφιερωμένη στον πόλεμο μεταξύ φύσης και τεχνολογίας, η καινούρια ταινία της Kelly Reichardt είναι μια σιωπηλή επαλήθευση του εγωισμού και της επιπολαιότητας των ανθρώπων που πράττουν αυτό που εγωιστικά θεωρούν σωστό, χωρίς να υπολογίζουν τις συνέπειες που θα έχει η πράξη τους στον ανυποψίαστο περίγυρο τους. Με οικονομία, υπέροχη χρήση της σιωπής και εύστοχη ισορροπία ανάμεσα στο δράμα και το ατμοσφαιρικό θρίλερ, η σκηνοθέτις έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια εύθραυστη και σε στιγμές αγωνιώδη ατμόσφαιρα αναζητώντας την εσωτερική ένταση στις ενέργειες και την εφαρμογή ενός αμφίβολου σκοπού με απρόσμενες και ορμητικές συνέπειες. Συνέπειες που αναπόδραστα οδηγούν στην βαθύτερη ανάγνωση της διαφοράς αυτού που πιστεύουμε και αυτού που πραγματικά καταλήγουμε να είμαστε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου