Από την Ελένη Τσατσαρώνη
Όχι ότι το μυθιστόρημα Do Androids Dream of Electric Sheep? (1968)
του Φίλιπ Ντικ δεν υπήρξε από μόνο του ένα εμπνευσμένο έργο οντολογικού
προβληματισμού, αλλά, δημιουργός με κάθε ίνα της έννοιας ο Ρίντλεϊ Σκοτ, έπλασε
με εφαλτήριο αυτό, ένα αυτόφωτο, αμιγώς προσωπικό δημιούργημα το Blade Runner
(1982), που ελάχιστα παραπέμπει στην αρχική πηγή έμπνευσής του.
Το
βιβλίο κατέχει μια σημαντική θέση στο συνολικό (ογκωδέστατο) έργο του
συγγραφέα. Με ένα παραληρηματικό λόγο – που μοιραία αδυνατεί να αποφύγει κάποιες
φλύαρες στιγμές – και ενίοτε ακουμπά τα όρια μιας ιδιοφυούς παραφροσύνης, ο
Φίλιπ Ντικ παρουσιάζει στο χαρτί, έναν αδυσώπητα μοναχικό και ασφυκτικά
ελεγχόμενο μελλοντικό κόσμο, όπου μέσα του κραδαίνουν αιώνιες φιλοσοφικές και
θεολογικές αναζητήσεις, εμπεριστατωμένες ψυχολογικές ανακαλύψεις και κάποια απροσδόκητα κομμάτια, «φόρος τιμής» στην τέχνη του πολιτισμού που είχε
προηγηθεί.
Μετά
τον Τελικό Παγκόσμιο Πόλεμο, που «κανείς δε θυμόταν γιατί είχε γίνει και ποιος
είχε νικήσει, αν είχε νικήσει κανείς», άνθρωποι και υπέρ-εξελιγμένα ανδροειδή
διαπλέκονται σε ένα διαγαλαξιακό αλισβερίσι κάτω από την ερμητική εποπτεία μιας
παγκόσμιας κυβέρνησης. Ο Ρικ Ντέκαρντ, συγκατοικεί με τη γυναίκα του,
περιποιείται ανελλιπώς το ηλεκτρικό του πρόβατο (τα ζώα απρόσιτη πολυτέλεια
αφού σχεδόν έχουν εκλείψει, όμως και τα τεχνητά, προσδίδουν status στον
ιδιοκτήτη τους) και «αποσύρει» επί πληρωμή, επικίνδυνα ανθρωπόμορφα ρομπότ που
έχουν εξεγερθεί στον πλανήτη κατασκευής τους, δραπέτευσαν στη γη, και απειλούν
την απόλυτα επιβεβλημένη «σιωπή» και τη «βουβή κάθοδό της» σε κάθε μορφή ζωής.
Μισεί το ηλεκτρικό πρόβατο που πρέπει να το αντιμετωπίζει σα να ήταν ζωντανό,
τον θυμώνει «η τυραννία του αντικειμένου», όπως τον θυμώνουν και τα ανδροειδή
που κυνηγά και εξοντώνει, γιατί δεν διαθέτουν την ικανότητα να εκτιμήσουν την
οποιαδήποτε ύπαρξη. Πώς είναι προγραμματισμένα; Σε τι διαφοροποιούνται από τα
ανθρώπινα όντα; Τι καθορίζει τον άνθρωπο;
...«Πως
μπορεί κάποιος να μην ξέρει τι είναι;»...
ρωτά
ο Blade Runner Ρικ Ντέκαρντ τον κατασκευαστή των ανδροειδών (στην ταινία δεν
είναι εισβολείς, παράγονται στη γη) για τη ρεπλίκα Ρέητσελ με την οποία θα
ζήσει έναν μοιραίο έρωτα. Σχεδόν άνθρωποι ως προς την ατελή τους φύση (αν και
κάποιες στιγμές περισσότερο ανθρώπινοι από αυτούς), με τεχνητό παρελθόν,
εμφυτεύματα για αναμνήσεις και ημερομηνία λήξης κονσέρβας, οι ρεπλίκες
κινούνται ανάμεσα στους ανθρώπους αγνοώντας την ίδια τους την υπόσταση. Σ΄ έναν
κόσμο αφιλόξενο, με εξωτερικά πλάνα βροχερού Χονγκ-Κογκ, διάχυτη ατμόσφαιρα
ανατολής (από τη μίνιμαλ γιαπωνέζικη αισθητική μέχρι τα οριγκάμι), φιγούρες
βγαλμένες από περιφερόμενο βαριετέ και dress-code μεσοπολέμου, ο Ρίντλεϊ
Σκοτ, στήνει τελικά ένα φουτουριστικό love-story. Η Αγάπη σαν ο μόνος βαθύς
ψυχικός δεσμός-παρηγοριά, εκεί που άνθρωποι και ανθρωποειδή, διώκτες και
καταδιωκόμενοι, ζουν όλοι κάτω από την ίδια μοίρα-τροχό του αναπόδραστου,
παλεύοντας απεγνωσμένα (ωστόσο μάταια) να παρατείνουν το πεπερασμένο. Ο
απελπισμένος (και δικαιολογημένος;) θυμός του δημιουργήματος για τον δημιουργό
του, γιατί τον καταδίκασε σε τούτη την ατελέσφορη προσπάθεια, το τεχνητό φίδι,
προπατορικό σύμβολο μιας προδιαγεγραμμένης «πτώσης», η αγάπη και το μίσος για
έναν ανηλεή πατέρα-δημιουργό, η τελική αναμέτρηση που μπερδεύει τα δεδομένα,
χρίζουν την – κατά τον ίδιο – «πιο εσωτερική και προσωπική δουλειά» του
σκηνοθέτη, ένα μεγαλειώδες φιλοσοφικό δοκίμιο, για την ουσία της ύπαρξης, την
εγκόσμια ματαιότητα, το θάνατο και τη ζωή.
«Ωραία
εμπειρία να ζεις στο φόβο ε; Αυτό είναι να είσαι σκλάβος»…Επίκαιρο όσο ποτέ.