Από την Ομάδα του Nostromo
Ο τίτλος του auteur (δημιουργός-οραματιστής), στον κινηματογράφο, συνοδεύει
όποιον σκηνοθέτη διακρίνεται για την ιδιορρυθμία και την πρωτοτυπία του έργου
του, κατά τον Βενσάν Πινέλ (τέως διευθυντής της Γαλλικής Ταινιοθήκης). Πιο απλά
και σαφέστερα, θα λέγαμε πως auteur
χαρακτηρίζεται
όποιου η υπογραφή είναι βαρύτερη από το επιμέρους έργο του. Τέτοια
παραδείγματα, από τον Χίτσκοκ, τον Χοκς και τον Λανγκ μέχρι τον Γκοντάρ, τον Μπουνιουέλ, τον Μπέργκμαν και τον Ταρκόφσκι.
Αν στα Cahiers
du Cinema, ο Τριφό πρώτος διακηρύσσει την «πολιτική
των δημιουργών», ο Φεντερίκο Φελίνι είναι αυτός που της δίνει παγκόσμιο εκτόπισμα δημοφιλίας. Τα τέσσερα Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (“La strada”, “Le notti di Cabiria”, “8 ½” και “Amarcord”) και ένα γεμάτο τσουβάλι
από οσκαρικές υποψηφιότητες (μεταξύ τους, τέσσερις για καλύτερη σκηνοθεσία) το
καταμαρτυρούν (έξω οι φεστιβαλικές βραβεύσεις).
Πληθωρικός στην εικονογραφία του και ασύστολα ονειρικός,
αυτοβιογραφικός, αιώνιος έφηβος, με μια ασυγκράτητη θεματική ροπή στα του
γυναικείου φύλου (σε όλους τους πιθανούς ρόλους) και τον αντίκτυπό του στο
άρρεν, τον αστισμό, την Αιώνια Πόλη και τη θρησκευτική μεταφυσική.
Πάνε είκοσι χρόνια από την απώλειά του και είπαμε να
του σκαρώσουμε παρέα ένα μίνι αφιέρωμα. Ευχόμαστε να το απολαύσετε.
Ι.Μ.Λ.
I VITELLONI
(1953)
Ο νεορεαλισμός υπάρχει ακόμη, οι νεαροί του ήρωες
γίνονται όμως τριαντάρηδες μοσχαναθρεμμένοι που πρέπει να κάνουν το κάτι
παραπάνω για να βελτιώσουν τις ζωές τους, αλλά κάπου στη πορεία το
ξανασκέφτονται και το αναβάλλουν. Ο Φελίνι (έχοντας προϋπάρξει ένας απ’ αυτούς)
τους κοιτά με συμπάθεια και τους υποστηρίζει στις δύσκολες στιγμές, νοιώθει
όμως και σαν γονιός που πρέπει να τους δώσει ένα καλό μάθημα – και λίγο ξύλο,
γιατί όχι. Και με το υπέροχο φινάλε του, υπενθυμίζει πως το παρόν είναι μεν
αστείο για τους φαρσέρ της καθημερινότητας, το μέλλον όμως πιθανά να τους βρει
ηττημένους.
Τ.Μ.
LA STRADA (1954)
Κάθε φορά που βλέπεις την Strada σε χτυπάει η ίδια ορμητική δύναμη που
αναβλύζει από την ειλικρίνεια του βλέμματος των δύο χαρακτήρων της. Η αφανής
αγάπη του αυστηρού Zampanò για τη σιωπηλή Gelsomina σε αγκαλιάζει και στη
συνέχεια σε ταξιδεύει από το ένα μέρος του κόσμου στο άλλο, σε έναν τόπο βίαιο,
βρώμικο και ανόθευτα κακό, έως ότου νιώσεις αναπόσπαστο κομμάτι της αλήθειας που
τον κατακλύζει. Μέχρι το σπαρακτικό φινάλε όπου η Strada σε αφήνει μονάχο, πλημμυρισμένο με
ένα συναίσθημα υποταγής στην αδυσώπητη πραγματικότητα ενός κόσμου που δεν
μπόρεσε ποτέ να αντιληφθεί όσα κάνουν την καρδιά του να χτυπά.
X.Z.
IL BIDONE (1955)
IL BIDONE (1955)
Σε
ένα κόσμο υλικής διαφθοράς που εύστοχα θα ενδυθεί τη φόρμα του γκανγκστερικού
φιλμ, ο θρησκευτικός υπαρξισμός - σε μια βλάσφημη εκτροπή του- θα αναδυθεί με
τον πιο σκληρό τρόπο. Πέρα από εύκολες αναγνώσεις που αναζητούν σε κάθε σεκάνς
ψήγματα της καθολικής μεταφυσικής του Fellini, το Il Bidone είναι μια ιστορία
αποτυχημένης εξιλέωσης. Σε αντίθεση με την Καμπίρια, εδώ δεν μας περιμένει
κανένα κλείσιμο του ματιού στο φινάλε, καθώς η τελευταία λιτανεία αποχωρεί,
μακριά από την κάμερα και τον τραγικό ήρωα. Ομολογία ήττας από τον Augusto και το Federico: οι μηχανισμοί της ηθικής θα στέκουν αιωνίως ακατανόητοι
για γεννημένους ποιητές.
Η
αγγελοκρουσμένη Καμπίρια (μία Τζουλιέτα Μασίνα σαν ξωτικό, πέραν του κόσμου
τούτου), πεταλουδίτσα της νύχτας, αθώα σε σημείο αγιότητας, αναζητά- ανάμεσα
στον ουρανό και την άβυσσο- την πραγματική αγάπη, απογοητεύεται, πέφτει,
ξανασηκώνεται. Συνέχεια. Μέχρι το τέλος.
Από
τις μεγάλες στιγμές του Φελίνι, αυτή η σπαραξικάρδια, μέσα στη χαρμολύπη της,
ωδή στην απελπισμένη ποίηση που συνιστά ώρες ώρες η ανεπιφύλακτη καλοσύνη (η
οποία και αποθεώνεται σ’ ένα φινάλε γιορταστικού οπτιμισμού), παντρεύει ιδανικά
τον λυρικό υπερρεαλισμό του μεγάλου Ιταλού με μια αλάθητη, καίρια αίσθηση της
σκληρής πραγματικότητας και χαρίζει στην έβδομη τέχνη μια από τις αξέχαστες
ηρωίδες της.
Σινεμά
άφατης γλύκας, διακριτικής πίκρας και απλόχερης συναισθηματικής γενναιοδωρίας.
Γ.Σ.
LA DOLCE VITA (1960)
Λάμψη, διασημότητα, Ρώμη
και Μαρτίνι αντιστοιχίζονται -μέσα έκπαγλη μελαγχολία- στην θολούρα, την χαμένη
ταυτότητα, τον ευνουχισμό και μια πόλη βυθιζόμενη στο εκθαμβωτικό της τίποτα.
Η γυναίκα, η αδελφή, η
μάνα, η γη, η φαντασίωση που δεν θα εκπληρωθεί ποτέ, η σύμβαση που κερδίζει με
νοκ άουτ, η γλυκιά ζωή που πατά πάνω στην ένταση ανάμεσα στην καθημερινή
οχλαγωγία και την παντοτινή ελπίδα ευτυχίας. Έτσι και η φελινική Dolce Vita, που αλλάζει την εποχή
της, περιέργως, απλά επικυρώνοντας και αποτυπώνοντάς την (τέτοια ήταν η δύναμη
του σινεμά), που δεν είναι για τους πολλούς πια παρά ένα μουσειακό είδος κι
όμως, υπήρξε κάποτε, μισό αιώνα πριν, η στιγμή που τόσο ένδοξα φωτογραφήθηκε η
αρχή και το αίτιο της πτώσης μιας αποτυχημένης αστικής τάξης.
Η.Δ.
8 ½ (1963)
Υπάρχει το σινεμά πριν και
μετά το 8 ½. Αναλογίσου μια χρονιά που ο πιο καυτός Ευρωπαίος σκηνοθέτης
αποφασίζει πως το σινεμά μπορεί ανερυθρίαστα να γίνει ένα
ημερολόγιο καταστρώματος, η μοντέρνα στιγμή που ο δημιουργός παίρνει το πάνω
χέρι κι αυτό δεν αφορά μια ιντελιγκέντσια, είναι τόσο πυκνό και τόσο
γενναιόδωρο που να αφορά ολόκληρη την εποχή που το γέννησε.
Αν ο Βισκόντι – που την
ίδια χρονιά κάνει τον Γατόπαρδο! – καταλαβαίνει το θέατρο στο σινεμά, ο Φελίνι
είναι εκείνος από τους ελάχιστους που ό,τι πιάνει το κάνει σινεμά, το κάνει
(εντυπωσιακό) ήχο, εμπνευσμένο ντεκουπάζ, πληθωρικότατη εικόνα και παραδίδει το
απόλυτο, οριζοντίως και καθέτως, ως σήμερα, έργο πάνω στο παραλυτικό άγχος της
δημιουργίας.
Και στην Τέχνη και στη
ζωή.
Η.Δ.
GIULIETTA DEGLI SPIRITI (1965)
Το "θηλυκό"
sequel του 8½ υιοθετεί
την ελλειπτική, ονειρική δομή του προκατόχου του, αλλά εγκαταλείπει
αποφασιστικά τις σκιές για χάρη μιας ολόλαμπρης χρωματικής παλέτας. Ντυμένη με
την πλαστική ευαισθησία ενός Magritte, η θέση του Fellini για την ενδεδειγμένη πορεία της προσωπικής μας
χειραφέτησης ξεκαθαρίζει οριστικά. Σε μια αποθέωση του σολιψισμού, η ωριμότητα
ξεκινάει εκ των έσω, από το ασυνείδητο και το φαντασιακό. Η εξωτερίκευση, πάντα
μεταφυσική, θα έρθει με ένα λεπτό ταχυδακτυλουργικό τέχνασμα: αρκεί ένα βλέμμα
στην κάμερα και τα πνεύματα παίρνουν σάρκα κι οστά. Είναι το σινεμά, ο Federico, οι θεατές, εγώ κι εσύ που ψιθυρίζουμε μπροστά στον
καθρέφτη.
Α.Π.
AMARCORD (1973)
Μια ταινία για την παιδική, την εφηβική και τη νεανική
ηλικία του Φεντερίκο. Μνήμες βουτηγμένες στη νοσταλγία, ανόθευτα γλυκόπικρες,
χαραγμένες στο πλακόστρωτο όπου ανέπνευσαν. Ο Φελίνι αντιλαμβάνεται τον
περίγυρό του σαν ένα πελώριο τσίρκο όπου καθένας έχει το ρόλο του. Άλλος,
γελωτοποιός κι άλλος, θηριοδαμαστής. Ο ίδιος στο ρόλο του ακροβάτη και το
καλύτερο που ‘χει να κάνει από το να σκέφτεται την ισορροπία είναι να απολαύσει
την πτώση του. Άλλωστε, ‘κει κάτω θα συναντήσει όλους τους ανθρωπινά αμαρτωλούς
που αγάπησε και θα στήσουν γαμήλιο γλέντι ξορκίζοντας τον θάνατο.
Κι αν το ζευγάρι εγκαταλείψει, το ακορντεόν θα συνεχίσει να παίζει στην υγειά
της ζωής.
I.M.Λ.
LA CITTA DELLE DONNE (1980)
Αυτό
που θα φάνταζε οργασμικό όνειρο για όποιο αρσενικό -μια πόλη με μιλιούνια
γυναικών δηλαδή (κατά προτίμηση, βέβαια, διαθέσιμων και όχι μαινόμενων που
κάνουν να σε κατασπαράξουν)- πραγματώνεται ως αποτρόπαιος εφιάλτης σεξουαλισμού,
σε δύο πράξεις. Στην πρώτη ο Μαστρογιάνι εγκλωβίζεται σε ένα ξενοδοχείο όπου
λαμβάνει χώρα ένα τρομακτικό συνέδριο φεμινισμού. Στη δεύτερη, τον συναντάμε
επισκέπτη στην έπαυλη ενός φαλλοκράτη που αντιμάχεται τη γυναικοκρατία.
Μνημείο
υπερρεαλιστικής ευρηματικότητας και γλυκόπιοτης υπερβολής παραμένει ένα ψυχωμένο
ορόσημο του αδάμαστα εκφραζόμενου υποσυνειδήτου του
δημιουργού του, που σε πείσμα όσων ψάχνουν να καταλάβουν την περισπούδαστη
σκοπιμότητα πίσω από μια ταινία, αντιτάσσει ένα αγωνιώδες Εγώ, απογυμνωμένο σε υπαρξιακή περιπλάνηση, την οποία μας καλεί να βιώσουμε ως το μεδούλι. Κι ας
παραμονεύει το σκοτάδι κάποιου τούνελ.
I.Μ.Λ.










Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου