Από τον Παναγιώτη Μπούγια
Ossessione (Διαβολικοί Εραστές, 1943)
(βασισμένο στη
νουβέλα του Τζέιμς Κέην «Ο Ταχυδρόμος Χτυπάει Πάντα Δυο Φορές»)
Σκηνοθεσία:
Λουκίνο Βισκόντι
Παίζουν: Μάσιμο
Τζιρότι, Κλάρα Καλαμάϊ
134΄, 1.37:1
Thérèse Raquin (Ερασταί της Σάρκας, 1953)
(βασισμένο στην
ομώνυμη νουβέλα του Εμίλ Ζολά)
Σκηνοθεσία:
Μαρσέλ Καρνέ
Παίζουν: Σιμόν
Σινιορέ, Ραφ Βαλόνε
102’, 1.37:1
Το
μοτίβο των καταραμένων εραστών και ο διαλεκτικός στοχασμός πάνω στο τρίπτυχο πάθος – βία – αποξένωση, ανταμώνουν
σε δύο φιλμ που συνθέτουν μια αστραφτερή αλληγορία πάνω στην προαιώνια
σύγκρουση της επιθυμίας με το θάνατο και επιφέρουν τη ρήξη με τον εφησυχασμό,
υπογραμμίζοντας τα ηθικά διλήμματα και την έλλειψη εμπιστοσύνης στις κοινωνικές
δομές της εποχής τους.
Στο
οπερατικής αισθητικής αρχετυπικό μανιφέστο του ιταλικού νεορεαλισμού (ή τον -
κατ’ άλλους - προγονικό χαμένο κρίκο του με το νουάρ), το εύρημα του σαρωτικού
πάθους που γεννιέται σε συνθήκες στέρησης βρίσκει την αυθεντικότερη έκφραση. Ο σκηνοθέτης
χρησιμοποιεί το χορογραφημένο σαν αρχαιοελληνική τραγωδία ειδύλλιο του τυχοδιώκτη
Τζίνο (Μάσιμο Τζιρότι) και της απελπισμένης Τζοβάνα (Κλάρα Καλαμάϊ), για να παρουσιάσει
μια κοινωνία σε πτώση, κονιορτοποιώντας ταυτόχρονα την αισθητική του φασιστικού
καθεστώτος. Οι χαρακτήρες στέκονται πάνω στην κινούμενη άμμο μιας χώρας που βουλιάζει
υπό το βάρος της αποδόμησης των αξιών και του τέλους της αθωότητας. Ο Βισκόντι
δεν θα κρύψει ούτε καν την ομοφυλοφιλική έλξη μεταξύ του Τζίνο και του
«Σπανιόλου», ενός καλλιτέχνη του δρόμου που ενσαρκώνει τη φωνή της συνείδησης
του ήρωα.
Στον
αντίποδα, το φιλμ του Καρνέ εκτοπίζει με άνεση κάθε χολιγουντιανό μελόδραμα και
αποτελεί τη γέφυρα που συνδέει τα προηγούμενα σκοτεινά, φαταλιστικά ρομάντζα
του ίδιου με τον κυνικό πεσιμισμό του μεταπολεμικού νουάρ. Η Τερέζ Ρακέν (Σιμόν
Σινιορέ) συνθηκολογεί σε μια ενταφιαστική (συναισθηματικά ακρωτηριασμένη και σεξουαλικά
στραγγισμένη) ζωή, εξαιτίας όχι τόσο της κοινωνικής της κατωτερότητας ή της
ανέχειας του παρελθόντος, αλλά κυρίως λόγω του βαθύτερου ψυχισμού και της ιδιότυπης
αστικής ηθικής της. Στην περίπτωσή της, το πάθος για τον γοητευτικό ξένο (Ραφ
Βαλόνε) φαντάζει σχεδόν εξαναγκαστικό. Παρόλο όμως που η κοινωνία θα συγχωρήσει
την ηρωίδα για το ολίσθημά της, ο σκηνοθέτης δεν θα της επιτρέψει την διαφυγή: Η Ρακέν, μοιρολατρικά, από ράκος γίνεται Γυναίκα για να καταλήξει
στο τέλος ένα πραγματικό ερείπιο.
Η
αποσταθεροποιητική εισβολή του Άλλου καταλύει τους αστικούς μύθους, αποκαλύπτοντας
το απόλυτο κενό. Η βία που – μοιραία – ακολουθεί, δεν ξαφνιάζει τον θεατή: οι
δύο σύζυγοι (ο μεσήλικας Ιταλός πανδοχέας κι ο ασθενικός Γάλλος μπουρζουάς)
αποτελούν εξόφθαλμα αταίριαστους συνοδοιπόρους στο ταξίδι της ζωής. Οι
ψυχολογικές προεκτάσεις των χαρακτήρων είναι αυτές που εντέλει τους
καταδικάζουν πολύ περισσότερο απ’ ότι οι ταξικές δομές που τους περιβάλλουν. Ο
έρωτας συνιστά μια φαινομενική διέξοδο, μια οδό διαφυγής από την απελπισία. Ο
ερχομός της βίας θα τον μετατρέψει σε αποξένωση. Κι έτσι, κάπου ανάμεσα στον
μοραλισμό και την μεταφυσική, το Κακό θα τιμωρηθεί, έστω κι αν άμεσα δεν υπάρξει
ένα φυσικό πρόσωπο να το πράξει.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου