Από τον Ηλία Δημόπουλο
Σκηνοθεσία: Γουές Άντερσον
Πρωταγωνιστούν: Ρέϊφ Φάϊνς, Έντουαρντ Νόρτον, Χάρβι Καϊτέλ, Έϊντριαν Μπρόντι, Ματιέ Αμαλρίκ, Γουΐλεμ Νταφό, Τζουντ Λο, Φ. Μάρι Έϊμπραμ, Τζεφ Γκόλντμπλουμ, Σαοΐρσε Ρόναν
99’, 1.37:1
Σαν
θεσπέσια φαντασμαγορία ειδωμένη μέσα από ένα μαγεμένο view master (ακόμα και το φορμά του είναι το
τετράγωνο του 4:3, όχι το «τρέχον» της ευρείας εικόνας) των παιδικών μας
χρόνων, το Grand
Budapest
είναι η σινεφιλικά θρεπτική υστερία του σινεμά του Γουές Άντερσον (The Royal Tenenbaums, Moonrise Kingdom). Εστετίστικο εντελώς
αλλά με έναν αποφασιστικά πολύχρωμο και παιχνιδιάρικο τρόπο, το Grand Budapest δανείζεται απ’ όπου
εμπνέεται (το σινεμά των Κοέν, του Μπέρτον, το σλάπστικ, μεταξύ πολλών) αλλά,
επειδή ο Άντερσον δεν είναι κανένας ατάλαντος τυχάρπαστος, μετουσιώνεται σε
κάτι ιδιωτικό, λαμπερό και πλήρες ως οφείλει ένα κινηματογραφικό σύμπαν
αυτοτελές και αυτάρκες.
Θα
μπορούσες να του προσάψεις μια αυτοπαγίδευση, αλλά είναι πολύ ξύπνιος ο
Άντερσον για να του τη βγεις, παρακμιακό ίσως αν το δεις μαρξιστικά, αλλά
βγάλτη σκούφια σου και βάρα τον αν είσαι αναμάρτητος από το ατόπημα του να
ξεφεύγεις απ’ τα προσωπικά σου όνειρα. Όχι. Αυτός είναι ένας δημιουργός
ελεύθερος από τέτοια τερτίπια του μυαλού και της Ιστορίας. Εκφράζει πάνω απ’
όλα το ιδιοσυγκρασιακό του χιούμορ, παίζει με κώδικες φιλμικών ειδών και στήνει
μια βιενέζικου χαρακτήρα αστυνομική οπερέτα γεμάτη ατάκες, κινήσεις, τρικ και
λογοτεχνικό fin
de siècle γράψιμο που όμως αντικαθιστά τον
κυνισμό και τον πολιτικό πεσιμισμό με μια χάρμα ιδέσθαι διασκέδαση του ταμπλό
βιβάν και της κατάστασης.
Το
στυλ εδώ είναι τα πάντα – αν υπάρχει κάτι παραμέσα δηλώνω αναρμόδιος μετά από
μία προβολή – τα σκηνοθετικά κόλπα περισσεύουν αλλά δεν περιττεύουν, ο
χρονισμός στις ατάκες είναι υποδειγματικός, η ευφορία να βλέπεις τον Ρέϊφ Φάϊνς
αναντικατάστατη, όπως και όλο αυτό το διαστημικό καστ να περνάει τόσο καλά –
έστω κι αν ούτε ένας από δαύτους δεν έχει εκείνο που ακαδημαϊκά θα χαρακτήριζες
«ρόλο». Πας, περνάς ωραία, φεύγεις χαμογελαστά, λίγο μετά δεν θυμάσαι παρά το
χαμόγελό σου και, ίσως, μια καθόλου επιβαρυντική μελαγχολία που διαπερνά ένα
φιλμ τοποθετημένο στην δύουσα ευφορία μιας μεσοπολεμικής Ευρώπης (πάλι εδώ είμαστε,
αν το σκεφτείς) που οι μέρες της αφθονίας της έχουν τελειώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου