25/12/13

Ο Λύκος της Γουόλ Στριτ (2013) * * * 1/2

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Σκηνοθεσία: Μάρτιν Σκορσέζε
Πρωταγωνιστούν: Λεονάρντο ντι Κάπριο, Τζόνα Χιλ, Μάργκοτ Ρόμπι, Μάθιου Μακόναχι, Ρομπ Ράϊνερ, Ζαν Ντιζαρντέν

180', 2.35:1
 

Μέχρι την τελευταία 15ετία, όταν και η παράμετρος αυτή στο σινεμά του ατόνησε ελαφρώς, η υπόθεση Αμερικάνικο Όνειρο είναι για τον Σκορσέζε ακρογωνιαίος λίθος του καλλιτεχνικού υπαρξισμού του. Κι όταν λέω όνειρο, εννοώ την αντιμετώπιση της Αμερικής ως της χώρας της ευκαιρίας να γίνει ο καθένας, «κάποιος». Με την σκληρή δουλειά, ίσως με την σύμπτωση, μάλλον με το έγκλημα.

Ο Λύκος κλείνει μια άτυπη τριλογία που άρχισαν τα Καλά Παιδιά και το Καζίνο, τριλογία κατά την οποία ο Σκορσέζε αποκρυσταλλώνει και την θεματική του Αμερικάνου σε άνοδο και πτώση, που ο σκηνοθέτης διερευνά σχεδόν απαρέγκλιτα σε όλο του το έργο. Σ’ αυτήν ο Σκορσέζε μπόλιασε τον καθολικισμό του, την μεταπολεμική ιστορία της χώρας του και τον προσωπικό μοραλισμό του που ποτέ δεν εξέλειψε, αν και ποτέ η φιλμογραφία του δεν κατρακύλησε στην διδακτικότητα.

Οι ιδιομορφίες του Λύκου, που του δίνουν ξεχωριστό ονοματεπώνυμο και το κάνουν απαραίτητη coda στο συγκεκριμένης θεματολογίας έργο του, είναι ο συγκριτικός αμοραλισμός του και το ραγδαίο χιούμορ. Εκεί που ο Ρέϊ Λιότα των Καλών Παιδιών και ο Ντε Νίρο του Καζίνο είναι δυο ήρωες που ποικιλοτρόπως εκτιμάς παρ’ ότι είναι τομάρια, άρα συμπάσχεις ως ένα βαθμό μαζί τους, ο Λύκος Ντι Κάπριο είναι ένα κοινό τσογλάνι που ο Σκορσέζε κατανοεί μεν αλλά του επιφυλάσσει έναν πρωτοφανή εξευτελισμό. Από αυτόν απορρέει μια καταιγιστική σε στιγμές πλάκα – πρόκειται με άνεση για την πιο αστεία ταινία της χρονιάς – που εν τέλει οδηγεί και στο πιο υπαρξιακό συμπέρασμα του φιλμ: Όπως ο Γούντι Άλεν στην Θλιμμένη Τζασμίν, έτσι και ο Σκορσέζε εδώ, στα 70 του πια, αδιαφορεί σκόπιμα για την βαρύ γδούπο της πτώσης ενός ακόμα αρσενικού που βίωσε μέσα σε αλαζονικό παραλήρημα τις επιπτώσεις ενός Ονείρου που δεν ήταν έτοιμος να ζήσει (κανείς μας δεν είναι), βολιδοσκοπώντας με σαρκασμό την ματαιότητα μιας ζωής που όσα κι αν επιδιώκει, στο τέλος, απλά, θα τελειώσει σαν όλες τις άλλες.

1 σχόλιο:

  1. Καλημέρα Ηλία,

    Για μία ακόμα φορά με βοηθάς με μία βαθιά ανάγνωση ενός φιλμ. Η μεταβολή της υπαρξιακής συνιστώσας στο σινεμά του Scorsese ως αναλογική της ηλικίας του είναι ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σχόλιο, όπως κι ο παραλληλισμός με τον Woody ως προς αυτήν.

    Θα εκμεταλλευτώ αυτό το βήμα, ωστόσο, για να εκφράσω το παράπονό μου προς σύσσωμη την ελληνική κριτική διότι σχεδόν κανείς δεν έκρινε σκόπιμο να σταθεί στο πολιτικό κομμάτι της ταινίας, παρά την ιδιαίτερη για την κοινωνία μας συγκυρία. Ο Λύκος της Wall Street είναι με διαφορά η πιο ευθέως πολιτική ταινία του Scorsese. Και είναι η πρώτη φορά που ο πολιτικός του λόγος είναι τόσο επίκαιρος (εδώ για μένα βρίσκεται μια ακόμα, βαρύνουσας σημασίας, σύγκλιση με τον έτερο αγαπημένο μας Νεοϋρκέζο για φέτος). Κι αυτό γιατί για πρώτη, ίσως, φορά στην καριέρα του, το αμερικάνικο όνειρο στο οποίο αναφέρεται δεν περιορίζεται στα στενά σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά αμεσότατα αφορά όλο τον κόσμο (το ταξίδι στην Ελβετία δεν είναι τυχαίο). Και φυσικά αφορά την κρίση, αφορά την Ελλάδα στο εδώ και τώρα.

    Το φιλμ ξεκινάει με ένα in your face ξεγύμνωμα του συστήματος. Στο "μάθημα" που κάνει ο Μακόναχι στο Ντι Κάπριο ακούγεται η πραγματική ουσία του καπιταλιστικού συστήματος: ζούμε σε μία κοινωνία όπου το μόνο που έχει σημασία είναι η διαρκής αύξηση της αξίας, δηλαδή όχι το κέρδος αλλά η αύξηση του κέρδους (τώρα αν πω πως αυτή είναι η πρώτη και βασική θέση του μαρξικού Κεφαλαίου, θα με πεις προβοκάτορα, αλλά τι να κάνω που αυτή είναι η αλήθεια). Μακόναχι και Ντικάπριο γελάνε μέσα στα μούτρα του θεατή: όσο εμείς κυνηγάμε διαρκώς να αυξήσουμε την χρηματκή μας δύναμη σε μορφή αφηρημένη (άλλωστε το χρήμα είναι από μόνο του μία τεράστια, αναπόδραστη αφαίρεση), τύποι σαν κι αυτούς θα πλουτίζουν πραγματικά. Η πολιτική μαγκιά του Martin είναι πως βασικός παρονομαστής των επόμενων τριών ωρών θα είναι το ξεγύμνωμα αυτών που γελούσαν σε βάρος μας. Ο Μπέλφορτ νόμιζε ότι εκμεταλλεύεται το σύστημα, ενώ ήταν το αντίστροφο που συνέβαινε όλη την ώρα. Κι αυτός ένα γρανάζι της διαρκούς αύξησης του κέρδους. Το σύστημα χρειάζεται κι αυτόν όσο κι εμάς, γι αυτό και καθίκια σαν κι εκείνον τα τιμωρεί με το γάντι (κάτι που δεν ισχύει για "εμάς", είμαστε πιο αναλώσιμοι ως πολυπληθέστεροι και μαζοποιημένοι). Το τελευταίο πλάνο, από μόνο του ένα αριστούργημα του "πολιτικού" σινεμά, θα είναι η πιο αποκαλυπτική ματιά προς το μύθο του αμερικάνικου ονείρου που έριξε ever ο Scorsese.

    Όσον αφορά τις αναφορές σε πρότερα σκορσεζικά φιλμ, θα συμφωνήσω μόνο εν μέρει για την "τοποθέτηση" του αντιήρωα του Ντι Κάπριο. Ναι, τον ΝτεΝίρο του Καζίνο τον εκτιμάς περισσότερο. Το χαρακτήρα του Λιότα στο Goodfellas, όμως, γιατί; Θεωρώ πως βράζουν στο ίδιο καζάνι. Ίσως είναι πιο γοητευτικός ο περίγυρός του σε σχέση με αυτόν του Μπέλφορτ, αλλά ο Henry Hill παραμένει τσογλάνι και παλιοτόμαρο. Και δεν είναι η πρώτη φορά που ο Scorsese μεταχειρίζεται τέτοιους ακραιφνώς αντιπαθητικούς χαρακτήρες. Αν δεχτώ πως η περίπτωση του Raging Bull είναι πιο περίπλοκη, τότε ο Ντε Νίρο του New York, New York είναι ένα παράδειγμα κλασικό.

    Θα μπορούσα να μιλάω (και να συζητάω) με τις ώρες για αυτήν την ταινία, αλλά τα blogiκα σεντόνια ουδείς τα αγάπησε και σταματώ εδώ. :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή